Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ




 Ο Καστοριάδης στο βιβλίο του, μιλάει μεταξύ άλλων για την ιδιαιτερότητα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, μιας θρησκείας που δεν είναι “εξ αποκαλύψεως”, κάτι που σημαίνει πως αφού απουσιάζει η αποκάλυψη άρα απουσιάζει και το δόγμα.
Στην αρχαία ελληνική θρησκεία δεν υπάρχει κανένα πλεονέκτημα στη δημιουργία του ανθρώπου ως προνομιούχου και μοναδικού όντος. Ο άνθρωπος είναι ένα ον όπως όλα τα άλλα. Δεν υφίσταται “αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό” ούτε βέβαια το αντίστροφο, “αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο”.
Ο άνθρωπος, στην αρχαία Ελλάδα, βρίσκεται σ’ ένα επίπεδο που δε διαχωρίζεται ριζικά απ’ το επίπεδο των θεών. Οι θεοί έχουν ελαττώματα, ραδιουργούν, ψεύδονται για να βοηθήσουν τους ήρωες που συμπαθούν, δεν είναι ανώτεροι ηθικά από τους ανθρώπους, γι’ αυτό και κανείς αρχαίος δε θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο σε σχέση με τους θεούς.
Άλλη σημαντική ιδιαιτερότητα είναι πως δεν υπάρχει υπόσχεση ή ελπίδα. Αν υπήρχε υπόσχεση για μια καλύτερη ζωή ή ελπίδα για αθανασία τότε, γράφει ο Καστοριάδης, τι ενδιαφέρον θα μπορούσε να παρουσιάσει στον αρχαίο πολίτη η αγορά, η εκκλησία, η τραγωδία, ή η Σαλαμίνα;
Σε κάτι όμως πρέπει να ελπίζει ο άνθρωπος, έστω και αν ζει σε ένα κόσμο που δεν έγινε για αυτόν, κι αυτό το κάτι που ήλπιζαν οι αρχαίοι Έλληνες, από τον Όμηρο μέχρι περίπου τον Αλέξανδρο ήταν το κλέος (δόξα), το κύδος (φήμη), το αιέν αριστεύειν και το υπέροχον έμμεναι άλλων.
Πώς όμως συνδέεται η θρησκεία με τη δημοκρατία; Για τον Καστοριάδη σ’ ένα κόσμο όπου ο θεός δεν κατέχει την αλήθεια ούτε έχει δημιουργήσει τον άνθρωπο, η εξουσία δεν μπορεί να έχει θεϊκή προέλευση και επομένως δεν μπορεί να στηριχτεί σε καμία “εξ αποκαλύψεως αλήθεια”, αλλά μόνο στο δήμο, δηλαδή στην πλειοψηφία...

Ορισμένες σκέψεις τώρα για τις σχέσεις αυτών των θεών με τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Finley, οι έλληνες θεοί στερούνται ηθικής υπόστασης. Είναι αληθές και κεφαλαιώδες. Τα παραδείγματα βρίθουν. Έτσι, στην Ιλιάδα, μας κάνει εντύπωση πόσο συχνά οι θεοί ψεύδονται και ραδιουργούν. Στο πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο, προς το τέλος του έπους, ο θάνατος του Έκτορα θα έπρεπε λογικά να αποδείξει την ηρωική υπεροχή του αντιπάλου του, Αχιλλέα. Αν όμως διαβάσετε τον Όμηρο, θα δείτε ότι δεν είναι καθόλου έτσι: πράγματι, ο θάνατος αυτός οφείλεται μόνο στον ποταπό δόλο της Αθηνάς, η οποία με τη μορφή του τρώα Δείφοβου πείθει τον Έκτορα να μείνει εκτός των τειχών της πόλης, αφήνοντάς τον να υποθέσει ότι οι δύο μαζί θα νικήσουν τον Αχιλλέα. Ύστερα, κατά τη διάρκεια της μονομαχίας, θα ξαναδώσει στον Αχιλλέα το δόρυ που έχει ήδη ρίξει… και πρόκειται για ένα μόνο παράδειγμα μεταξύ πολλών. Όταν μιλώ για ποταπότητα, εννοείται πως ο όρος είναι εντελώς ακατάλληλος, διότι κατά την αρχαία ελληνική αντίληψη δεν μπορεί να υπάρξει ηθική αξιολόγηση αυτού του τύπου συμπεριφοράς.
(…)
Σε καμία περίπτωση, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει ως κανονική και προβλέψιμη συνέπεια την ανταμοιβή ή την τιμωρία των θεών. Ομοίως ο ομηρικός κόσμος –και γενικότερα όλος ο ελληνικός κόσμος- αγνοεί φυσικά την αμαρτία, δεν γνωρίζει ούτε την εξιλέωση με τη χριστιανική έννοια ούτε τον ευλαβή φόβο του χριστιανού απέναντι στον Θεό. Και για να παραπέμψουμε ακόμα μια φορά στον Finley, «ο άνθρωπος ζητούσε από τους θεούς να τον συνδράμουν στις διάφορες δραστηριότητές του. Στρεφόταν προς αυτούς για τις δωρεές που θα μπορούσαν να του παράσχουν ή να του αρνηθούν. Ο άνθρωπος όμως δεν περίμενε τίποτα από τους θεούς ως συμβουλή για την ηθική του διαγωγή. Αυτό ήταν εκτός των αρμοδιοτήτων τους. Οι θεοί του Ολύμπου δεν έπλασαν τον κόσμο, συνεπώς δεν αισθάνονται υπεύθυνοι για αυτόν».Υπάρχει μια υπέροχη φράση του Dodds, την οποία δανείζεται ο Finley, που εικονογραφεί άριστα αυτό τον τύπο σχέσεων μεταξύ θεών και ανθρώπων: “οι ομηρικοί πρίγκιπες δρασκελίζουν υπερήφανα τον κόσμο. Αν φοβούνται τους θεούς, τους φοβούνται με τον ίδιο τρόπο που φοβούνται τους ανθρώπους ηγεμόνες τους”. Δε θα βρείτε πουθενά στον Όμηρο, ή αργότερα, διατυπώσεις σαν αυτές που επανέρχονται συχνά στο χριστιανισμό, στην εβραϊκή θρησκεία ή στο Ισλάμ: “Θεέ μου, είμαι ανάξιός σου, ανάξιος των ευεργετημάτων σου, είμαι ένα σκουλήκι κ.λ.π.”. Κανένας ομηρικός ήρωας, κανένας Έλληνας δεν θεωρεί εαυτόν ανάξιο σε σχέση με τους θεούς. Είναι μόνο πιο αδύναμος. Οι θεοί μπορεί να είναι πιο δυνατοί, αλλά δεν βρίσκονται κατ’ ουσίαν σε άλλο επίπεδο αξίας. Και φυσικά η οπτική αυτή έχει απελευθερωτικά αποτελέσματα για τη δράση και τη συνείδηση των ανθρώπων.
(…)
Ωστόσο, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει θεός που να λέει την αλήθεια, όπου η αλήθεια είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης προσπάθειας, η πεποίθηση της νομιμοποίησης της κοινωνικής εξουσίας θα διαλυθεί, πράγμα που βλέπουμε ήδη στην Ιλιάδα, όταν ο Διομήδης λέει στον Αγαμέμνονα, το βασιλέα των βασιλέων: «Ναι μπορεί να είσαι ο βασιλιάς, να κρατάς το σκήπτρο, αλλά στην πραγματικότητα δεν αξίζεις τίποτα». Η βασιλεία υπόκειται ήδη σε κριτική, πράγμα που θα ενταθεί όλο και περισσότερο στο βαθμό που αναδύεται ο κοινός λόγος (διαδικασία που ξεκινά ήδη στον Όμηρο). Όσο για την ισχύ, από τη στιγμή που κλονίζεται η πεποίθηση για τη νομιμότητα των κατεστημένων εξουσιών, αυτή θα ανήκει φυσικά στο δήμον, στην πλειοψηφία, που θα τη χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά προκειμένου να εγκαθιδρύσει τη δική του εξουσία. Με την έννοια αυτή, μια θρησκεία όπως η ομηρική δεν υπήρξε βέβαια η αιτία, αλλά μία από τις προϋποθέσεις που επέτρεψαν την ταυτόχρονη ανάδυση της ελεύθερης έρευνας και της δημοκρατικής κοινότητας.

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ