Η Ιλιάδα σε..περίληψη.

Ό ποιητής στο προοίμιο της Ίλιάδος (ολόκληρο το έπος είναι 15692 στίχοι) επικαλείται τη Μούσα να ψάλει τον καταραμένο θυμό του Αχιλλέως που προκάλεσε τον όλεθρο πολλών ηρώων. Έπειτα, μπαίνοντας απότομα στο θέμα, εκθέτει τον ερχομό του Χρύση στο αχαϊκό στρατόπεδο, για να ελευθερώσει με λύτρα την αιχμάλωτη κόρη του, την αποπομπή του από τον Αγαμέμνονα και την προσφυγή του στον Απόλλωνα, που εννέα ολόκληρες μέρες ρίχνει τα θανατηφόρα βέλη του επάνω στους Αχαιούς. Στη συνέλευση που ακολουθεί ο αρχηγός του στρατού δέχεται να ελευθερώσει την κόρη, απαιτεί όμως για αντάλλαγμα μιαν άλλη αιχμάλωτη, που στο μοίρασμα των λαφύρων είχε δοθεί στον Αχιλλέα. Εκείνος, ύστερα από μια βίαιη σύγκρουση με τον Αγαμέμνονα, αναγκάζεται να ενδώσει, αποτραβιέται όμως από τον πόλεμο και στον θυμό του παρακαλεί τη μητέρα του, τη θεά Θέτι, να πείσει τον Δία να εκδικηθεί την προσβολή δίνοντας τη νίκη στους Τρώες. Επειδή οι θεοί απουσίαζαν από τον Όλυμπο, μόλις έπειτα από ένδεκα ήμέρες κατορθώνει ή Θέτις να πάρει τη σχετική υπόσχεση από τον Δία (ραψωδία Α).
Το άλλο πρωί οι Αχαιοί, γελασμένοι από ένα όνειρο σταλμένο στον Αγαμέμνονα από τον Δία, αποφασίζουν να πολεμήσουν και χωρίς τον Αχιλλέα. Δίνεται ο κατάλογος των αχαϊκών πλοίων και των συμμάχων των Τρώων (Β) και ή μονομαχία του Μενελάου με τον Πάρι, που σώζεται την τελευταία στιγμή από την Αφροδίτη. Ακολουθεί ή ερωτική σκηνή ανάμεσα στον Πάρι και στην Ελένη(Γ), ο δόλιος τραυματισμός του Μενελάου από τον Πάνδαρο, ή επιθεώρηση του αχαϊκού στρατού από τον αρχηγό του και ή έναρξη της μάχης (Δ). Στην εξέλιξή της αριστεύει ο Διομήδης, φθάνει μάλιστα να πληγώσει δύο θεούς που βοηθούν τους Τρώες (Ε). Ή δυσάρεστη για τους Τρώες τροπή της μάχης αναγκάζει τον Έκτορα να γυρίσει στην πόλη και να ζητήσει από τη μητέρα του να ικετεύσει την Αθηνά, μήπως τους λυπηθεί.  
Εκεί συναντά τη γυναίκα του και τον γιο του (Ζ), και έπειτα, επιστρέφοντας στη μάχη, μονομαχεί χωρίς αποτέλεσμα με τον Αίαντα. Τρώες και Αχαιοί συμφωνούν ανακωχή για την ερχόμενη ήμέρα, για να κάψουν τους νεκρούς τους. Την επόμενη οι Αχαιοί κτίζουν ένα προστατευτικό γύρω στα πλοία τους τείχος (Η). Το άλλο πρωί ο Ζευς απαγορευει στους θεούς να αναμιχθούν στον πόλεμο. Αρχίζει η δεύτερη ημέρα της μάχης ή νίκη γέρνει με το μέρος των Τρώων, που ξεθαρρεμένοι αποφασίζουν, πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια, να διανυκτερεύσουν στον ανοιχτό κάμπο (Θ).
Την ίδια νύχτα έρχεται πρεσβεία στον Αχιλλέα και του προσφέρει πλήθος δώρα, για να γυρίσει στη μάχη, εκείνος όμως, χολωμένος πάντοτε, αρνείται κατηγορηματικά (Ι). Έπειτα από μια κατασκοπευτική επιχείρηση του 'Οδυσσέως και του Διομήδη στο τρωικό στρατόπεδο μέσα στην ίδια νύχτα (Κ) αρχίζει η τρίτη μέρα της μάχης.
 Στην αρχή αριστεύει ο Αγαμέμνων, πληγώνεται όμως γρήγορα, πληγώνονται και ο Οδυσσεύς και ο Διομήδης (Λ). Οι Τρώες διασπούν το τείχος των Αχαιών και βρίσκονται μπροστά στα πλοία τους(Μ). Με την επέμβαση του Ποσειδώνος και τον δόλο της Ήρας, που κατορθώνει να αποκοιμίσει ερωτικά τον Δία, οι Αχαιοί διώχνουν πίσω τους Τρώες (Ν, Ξ). Ξυπνά όμως ο Ζευς και ή κατάσταση αλλάζει, οι Τρώες ξαναπαίρνουν το τείχος και απειλούν κάθε στιγμή να κάψουν τα καράβια (Ο). Μπροστά στον άμεσο κίνδυνο ο Άχιλλευς δέχεται να στείλει στη μάχη τους Μυρμιδόνες του με αρχηγό τον Πάτροκλο, τον πιστό του σύντροφο. Του δίνει μάλιστα να φορέσει τα δικά του όπλα. Εκείνος σκοτώνει πλήθος εχθρούς, ανάμεσά τους τον Σαρπηδόνα, τον γιο του Διός, σκοτώνεται όμως στο τέλος και ο ίδιος από τον Έκτορα βοηθημένο από τον Απόλλωνα (Π).
 Ό Έκτωρ αφαιρεί από τον νεκρό τα όπλα του Αχιλλέως και τα ζώνεται ο ίδιος. Γύρω από το πτώμα, που το προασπίζουν ο Αίας, ο Μενέλαος και άλλοι Αχαιοί, ανάβει ο πόλεμος βαρύς (Ρ). Στο μεταξύ ο Άντίλοχος φέρνει στον Αχιλλέα τη θλιβερή είδηση. Εκείνος την ακούει με σπαραγμό και δηλώνει στη Θέτι την απόφασή του να εκδικηθεί τον χαμό του φίλου του σκοτώνοντας τον Έκτορα, και ας του γράφει ή μοίρα να σκοτωθεί και ο ίδιος αμέσως έπειτα. Επειδή ο νεκρός κινδυνεύει να πέσει πάλι στα χέρια των Τρώων, ο Άχιλλευς ανεβαίνει στην τάφρο του τείχους και φωνάζει δυνατά τρεις φορές. Οι Τρώες, και μόνο που τον αντικρίζουν, φεύγουν πανικόβλητοι, και το πτώμα του Πατρόκλου σώζεται οριστικά.  Ή Ήρα στέλνει τον Hλιo να βασιλέψει μια ώρα αρχύτερα. Μέσα στη νύχτα ο Hφαιστoς κατασκευάζει για τον Αχιλλέα καινούργια πανοπλία (Σ). Το άλλο πρωί ο Άχιλλευς συμφιλιώνεται με τον Αγαμέμνονα και ρίχνεται στον αγώνα (Τ).
 Αρχίζει ή μεγαλύτερη αριστεία της Ίλιάδος. Οι Τρώες φεύγουν μπροστά στη μανία του ήρωα και σκοτώνονται πλήθος (Υ)' και όσοι για να γλιτώσουν πέφτουν στον Σκάμανδρο σφάζονται δίχως έλεος. Ό ποταμός αδημονεί που μολύνονται τα νερά του, και επειδή ο Άχιλλευς δεν τον ακούει, ξεχειλίζει, για να τον πνίξει. Μπροστά στον κίνδυνο αυτόν ή Hρα παρακινεί τον Ήφαιστo να κάψει τα νερά του Σκαμάνδρου, έτσι ο ποταμός αναγκάζεται να υποχωρήσει. Στη μάχη που ξεσπά τώρα ανάμεσα στους θεούς - ή απαγόρευση του Διός είχε εν τω μεταξύ αρθεί - υπερτερούν αυτοί που παραστέκουν τους Αχαιούς. Έπειτα φεύγουν όλοι για τον Όλυμπο (Φ).
Οι Τρώες, όσοι είχαν γλιτώσει, βρίσκονται πια κλεισμένοι στην Τροία, και μόνο ο Έκτωρ μένει έξω προσμένοντας τον Αχιλλέα. Άδικα πάνω από τα τείχη τον ικετεύουν οι γονείς του να αποφύγει τον αγώνα με τον φοβερό αντίπαλο. Εκείνος μένει, μονομαχεί και σκοτώνεται. Με θρήνους παρακολουθούν οι δικοί του από ψηλά τον Αχιλλέα να τον σέρνει δεμένο από τα πόδια στο άρμα του (Χ). Το πρωί της άλλης ημέρας ο νεκρός του φίλος, Πατρόκλου καίγεται με πομπή μεγάλη και την επόμενη οργανώνονται επιτύμβιοι αγώνες (Ψ).
 Του Eκτoρoς όμως ο νεκρός μένει πεταμένος μπροστά από τη σκηνή του Άχιλλέως δώδεκα ολόκληρες μέρες, ώσπου έρχεται ο Πρίαμος, οδηγημένος από τον Έρμη, στο αχαϊκό στρατόπεδο μέσα στη νύχτα για να τον λυτρώσει. Ό Άχιλλευς σπλαχνίζεται τον πατέρα του μισητού εχθρού του, τον φιλοξενεί, του παραδίδει το άλλο πρωί τον νεκρό και δέχεται ένδεκα μέρες, όσες χρειάζονταν για την ταφή, να μη γίνει πόλεμος. Ή Ίλιας κλείνει με την περιγραφή της κηδείας του Eκτoρoς μέσα σε γενικό πένθος.
 
 
 
Οδύσσεια
 
Σύνοψις


Μετά την επίκληση στη Μούσα και τον καθορισμό του θέματος ο ποιητής, αρχίζοντας, τοποθετεί τον Οδυσσέα στον προτελευταίο σταθμό των περιπλανήσεών του, στο νησί Ώγυγία, όπου ή νύμφη Καλυψώ τον κρατούσε άθελα του επτά ολόκληρα χρόνια. Έκτος από τον Ποσειδώνα, που τον εχθρεύεται, γιατί είχε τυφλώσει τον γιο του Πολύφημο, οι άλλοι θεοί τον λυπούνται. Και ένα πρωί, το πρώτο της Οδύσσειας, καθώς ο Ποσειδών απουσιάζει, ή Αθηνά αποσπά από τον Δία την υπόσχεση να ειδοποιήσουν την Καλυψώ ότι πρέπει να αφήσει τον Οδυσσέα ελεύθερο. Ή ίδια, με τη μορφή θνητού, έρχεται εν τω μεταξύ στην Ιθάκη και συμβουλεύει τον Τηλέμαχο, τον γιο του 'Οδυσσέως, να συγκαλέσει συνέλευση του λαού και να παραπονεθεί για τη διαγωγή των μνηστήρων της μητέρας του, έπειτα να ταξιδέψει στην Πύλο και στη Σπάρτη, μήπως μάθει τίποτε για τον Οδυσσέα.
Και τα αλλά κύρια πρόσωπα του εργου - έξω από τον Οδυσσέα τον ίδιο - προβάλλονται από την αρχή: οι ατάσθαλοι μνηστήρες, που διασπαθίζουν την περιουσία του Οδυσσέως, και ή Πηνελόπη, που θρηνεί αδιάκοπα τον άνδρα της (ραψωδία α). Την άλλη μέρα γίνεται ή συνέλευση, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, γιατί ούτε οι μνηστήρες δέχονται να φύγουν από το παλάτι, παρά τα σημάδια που στέλνει ο Ζευς και την προειδοποίηση του μάντη Άλιθέρση, ούτε οι Ιθακήσιοι τολμούν να επέμβουν. Την ίδια νύχτα ο Τηλέμαχος, συνοδευόμενος από τη μεταμορφωμένη πάλι σε θνητό Αθηνά, ξεκινά κρυφά για την Πύλο (β). Ξημερώνοντας τους υποδέχεται εκεί ο Νέστωρ, δεν γνωρίζει όμως τίποτε ουσιαστικό για τον 'Οδυσσέα. Γι' αυτό παρακινεί τον νέο να συναντήσει στη Σπάρτη τον Μενέλαο, που έχει γυρίσει σχετικά πρόσφατα.
Έπειτα ή Αθηνά φεύγει με τρόπο θαυμαστό, αφήνοντας να καταλάβουν τη θεία ύπόστασή της. Το άλλο πρωί ο Τηλέμαχος, με συντροφιά ένα γιο του Νέστορος, ξεκινά για τη Σπάρτη (γ), όπου φθάνουν το άλλο βράδυ. Εκεί βρίσκουν εγκάρδια φιλοξενία, και ο Μενέλαος ανακοινώνει στον νέο ότι, όπως είχε ακούσει πριν από πoλυν καιρό από τον θεό Πρωτέα, τον Οδυσσέα τον κρατούσε κοντά της ή Καλυψώ στο ερημικό νησί της.
Απότομα μεταφερόμαστε στην Ιθάκη, οι μνηστήρες και ή Πηνελόπη μαθαίνουν τυχαία την αναχώρηση του Τηλέμαχου. Τη μητέρα του την καθησυχάζει ένα θεϊκό όνειρο, ενώ οι μνηστήρες αποφασίζουν να του στήσουν ενέδρα σε ένα κοντινό νησί (δ). Το άλλο πρωί έρχεται ο Έρμης στην Καλυψώ, πού, αναγκασμένη να συμμορφωθεί, βοηθάει τον ήρωα να κατασκευάσει μέσα σε τέσσαρες ήμέρες σχεδία.
Ό Οδυσσεύς ταξιδεύει, αλλά πάνω στις δεκαοκτώ μέρες ο Ποσειδών του διαλύει τη σχεδία. Κολυμπώντας κατορθώνει, ύστερα από δύο ημερονύκτια, να φθάσει στο νησί των Φαιάκων (ε). Το άλλο απόγευμα τον βρίσκει ή Ναυσικά, ή βασιλοπούλα του τόπου, και τον οδηγεί να πάει στο παλάτι του πατέρα της Αλκίνοου (ζ). Εκείνος τον φιλοξενεί εγκάρδια και υπόσχεται να τον βοηθήσει να γυρίσει, χωρίς πια αλλά βάσανα, στην πατρίδα του (η). Την επόμενη συνεχίζεται ή φιλοξενία στον άγνωστο ναυαγό, και μόλις το βράδυ ο ήρωας φανερώνει το όνομά του μπροστά στους Φαίακες άρχοντες και αρχίζει να ιστορεί τα πάθη του. Οι περιπέτειές του δίνονται ,άλλες σύντομα, άλλες πλατιά, στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους, στον Πολύφημο, στον Αίολο, στους Λαιστρυγόνες, όπου χάνονται όλα τα καράβια του εκτός από το δικό του με το πλήρωμά του, στην Κίρκη,(κ) στον Άδη (λ), στις Σειρήνες, στη Σκύλλα, στη Χάρυβδη, στην Τρινακρία.
 Εκεί οι σύντροφοί του, δαμασμένοι από την πεινά, σφάζουν τις αγελάδες του Ήλιου. Γι' αυτό, μόλις ξεκινούν, ο Ζευς κεραυνώνει το πλοίο, και είναι μόνο ο Οδυσσεύς που γλιτώνει ύστερα από εννέα ήμερων θαλασσοδαρμό στην Ώγυγία, όπου τον φιλοξενεί ή Καλυψώ και γυρεύει έπειτα - άδικα - να τον κρατήσει για πάντα κοντά της με την υπόσχεση να τον κάνη αθάνατο. Τη μακροχρόνια παραμονή του στο νησί της και το πρόσφατο ναυάγιό του τα είχε διηγηθεί από την πρώτη ήδη βράδια στον Αλκίνοο (μ). Με τη διήγησή του μαγεύει όλους τους Φαίακες, που την άλλη μέρα θα τιμήσουν τον ξακουστό ξένο τους με καινούργια δώρα. Το ίδιο βράδυ ξεκινά ένα από τα θαυμαστά καράβια τους, που βρίσκουν το δρόμο μοναχά τους, για να τον μεταφέρει στην πατρίδα του. Το άλλο πρωί οι ναύτες τον ακουμπούν κοιμισμένο σε μια έρημη ακρογιαλιά της Ιθάκης και φεύγουν. Ξυπνώντας ο Οδυσσεύς βρίσκει την Αθηνά, που τον κατατοπίζει για τους νέους αγώνες που τον περιμένουν, έπειτα τον μεταμορφώνει σε ζητιάνο και τον στέλνει στην καλύβα του Εύμαιου, του πιστού χοιροβοσκού του, έξω από την πόλη (ν).
 Ό Εύμαιος φιλοξενεί τον άγνωστο ζητιάνο (ξ). Εν τω μεταξύ ο Τηλέμαχος, παρακινημένος από την Αθηνά, φεύγει από τη Σπάρτη και φθάνοντας στην Πύλο ξεκινά αμέσως με το καράβι του. Ό Οδυσσεύς περνάει μια δεύτερη ήμέρα ατού Εύμαιου, βρίσκοντας την ευκαιρία να δοκιμάσει την πίστη του δούλου του και να μάθη νέα για τους δικούς του.
 Το άλλο πρωί, ξεφεύγοντας την ενέδρα, αποβιβάζεται και ο Τηλέμαχος σε ένα ακρογιάλι της Ιθάκης και πηγαίνει ατού Εύμαιου (ο). Εκεί, την ώρα που ο βοσκός φεύγει, για να ειδοποιήσει την Πηνελόπη ότι ο γιος της γύρισε, αναγνωρίζει τον πατέρα του (π). Την άλλη μέρα φεύγει για την πόλη ο Τηλέμαχος και λίγο αργότερα ο Οδυσσεύς με τον Εύμαιο.
 Στο παλάτι ο νέος συμπεριφέρεται στον πατέρα του με καλοσύνη, όπως σε ζητιάνο, οι μνηστήρες όμως τον προσβάλλουν κάθε τόσο (ρ). Με την έμπνευση της θεάς ή Πηνελόπη δηλώνει μπροστά στους άνδρες ότι ήλθε ή ώρα, τώρα που ο γιος της μεγάλωσε και ο Οδυσσεύς έχει χαθεί, να παντρευθη άλλον. Γυρεύει όμως δώρα από όλους κατά τη συνήθεια. Οι μνηστήρες δέχονται και ο Οδυσσεύς, πάντοτε αγνώριστος, χαίρεται με την εξυπνάδα της (σ).
Αργότερα ο Οδυσσεύς συναντά την Πηνελόπη μόνη και τη βεβαιώνει ότι ο άνδρας της θα γυρίσει γρήγορα, χωρίς όμως να την πείσει. Ή γρια Ευρύκλεια, ή σκλάβα που τον είχε αναθρέψει, καθώς του πλένει τα πόδια, τον αναγνωρίζει από ένα σημάδι στον μηρό, εκείνος όμως της επιβάλλει σιγή. Ανυποψίαστη ή Πηνελόπη του ανακοινώνει ότι απεφάσισε να καλέσει την άλλη μέρα τους μνηστήρες σε αγώνα με το τόξο του Οδυσσέως, ώστε να διαλέξει για άνδρα της τον πιο δυνατό (τ).
Ή νύχτα περνάει ανήσυχη και για τον 'Οδυσσέα και για την Πηνελόπη. Ωστόσο τα ευοίωνα σημάδια πληθαίνουν (υ). Ό αγώνας αρχίζει, άδικα όμως δοκιμάζουν οι μνηστήρες να σύρουν το τόξο. Στο τέλος το παίρνει με πονηριά ο Οδυσσεύς, το τεντώνει (φ) και αρχίζει τον φόνο. Τον παραστέκουν, εκτός από τον γιο του, οι δούλοι Εύμαιος και Φιλοίτιος, που πριν από λίγο είχαν αναγνωρίσει τον κύριό τους. Δεν περνά πολλή ώρα και οι μνηστήρες έχουν σκοτωθεί (χ).
 Ακολουθεί με πολλές δραματικές διακυμάνσεις ή αναγνώριση του Οδυσσέως από την Πηνελόπη. Το πρωί ο ήρωας πηγαίνει στο κτήμα (ψ) και αναγνωρίζεται από τον πατέρα του Λαέρτη. Εν τω μεταξύ οι συγγενείς των σκοτωμένων ξεσηκώνονται. Ακολουθεί μάχη, όπου αριστεύει ο Λαέρτης. Στο τέλος όμως, με τη μεσολάβηση της Αθηνάς, οι αντίμαχοι συμφιλιώνονται.
 
Το ομηρικό πρόβλημα
 
Από το 1795, όταν ο Wolf κυκλοφόρησε τα περίφημα «Προλεγόμενα στον Όμηρο», ως σήμερα αναρίθμητες είναι οι γνώμες που διατυπώθηκαν επάνω στο πρόβλημα αν ή Ίλιας και ή Οδύσσεια είναι συνθέσεις ενιαίες ή όχι.
 Σε όλο τον ΙΘ' αιώνα και ένα μέρος του Κ', αντίθετα με όσους πίστευαν στην ενότητα των δύο έπων, οι οπαδοί των αναλυτικών θεωριών, ασύγκριτα πολυπληθέστεροι, είχαν την γνώμη ότι οι ανωμαλίες και οι αντιφάσεις, ακόμη και οι διαφορές στη γλώσσα, στο ύφος και στα στοιχεία του πνευματικού και υλικού πολιτισμού στις διάφορες περικοπές της Ίλιάδος και της Οδύσσειας μας επιτρέπουν όχι μόνο να αποσυνθέσουμε τα δύο ποιήματα στα συστατικά τους μέρη, αλλά και να ανασυνθέσουμε τα πιο παλαιά έπη που χρησιμοποιήθηκαν για να συμπληρωθούν εκείνα. Και όμως ή εφαρμογή των ίδιων μεθόδων δεν οδήγησε στα ίδια συμπεράσματα. Στην Ίλιάδα άλλοι ανακάλυψαν πολλές, ανεξάρτητες αρχικά παραλογές (μπαλάντες), ενώ άλλοι διαπίστωσαν έναν αρχικό πυρήνα με θέμα τον θυμό του Άχιλλέως - 1500 το πoλύ στίχοι -, που επαυξήθηκε ,σιγά - σιγά με ξένα μικρά έπη ή και με ενότητες επινοημένες από τον ποιητή.
 Στην Οδύσσεια οι οπαδοί των αναλυτικών θεωριών βρήκαν τρία ή και πέντε αυθυπόστατα επύλλια. Kαι όσοι όμως καταλήγουν στα ίδια γενικά συμπεράσματα, διαφωνoυν ριζικά στις λεπτομέρειες. Ή περικοπή, που για τον ένα είναι παλαιά πρωτότυπη δημιουργία, για τον άλλον αποτελεί μεταγενέστερη απομίμηση. Ένα επεισόδιο, που μερικοί το θεωρούν ενιαίο, κατακερματίζεται από άλλους. Παλαιότερα έβλεπαν στην Ίλιάδα και στην Οδύσσεια συνθέσεις, στις όποιες έχουν εργασθεί πλήθος αξιόλογοι, μέτριοι και κακοί επικοί. Αντίθετα, νεώτεροι όμηρολόγοι νομίζουν ότι μπορούν να εξηγήσουν όλες τις ανωμαλίες με δύο μόνο επικούς, τον γνήσιο Όμηρο και τον ανάξιο διασκευαστή του. Άλλοι αναλυτικοί τοποθετούν τον Όμηρο στην αρχή της επικής δημιουργίας, άλλοι στη μέση και άλλοι στο τέλος, υπήρξαν και εκείνοι που αρνήθηκαν εντελώς την ύπαρξη του.
Ή σύγχυση που προκλήθηκε από τις αγεφύρωτες διαφωνίες των αναλυτικών οφείλεται στο ότι τα τεκμήρια που χρησιμοποιήθηκαν δεν έχουν καμία αποδεικτική αξία. Πρώτα πρώτα παραγνωρίσθηκε ή ιδιότυπη δομή των ομηρικών επών, όπως τη διαπιστώσαμε στα σχετικά κεφάλαια. Έπειτα ή ανάλυση, γεννημένη στον αιώνα της λογοκρατίας, αγνόησε συστηματικά τους νόμους της ποιητικής δημιουργίας. Λογικές αντιφάσεις, ή πέτρα του σκανδάλου για τους αναλυτικούς, αν δεν πρόκειται για απροσεξίες, είναι νόμιμο να παρουσιάζονται σε ένα ενιαίο έργο, αρκεί να είναι ποιητικά δικαιωμένες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για συνθέσεις που ανήκουν σε μια προλογική εποχή, όταν ακόμη προορίζονται για προφορική απαγγελία και όχι για διάβασμα.
 Δεν είναι κατορθωτό σήμερα να εξιχνιάσουμε τον τρόπο που σχηματίσθηκε ή επική γλώσσα οπωσδήποτε αποδείχθηκε αδύνατο να κατατεμαχίσουμε τα δύο έπη σε ενότητες με ενιαία γλώσσα. Το ίδιο ισχύει και για τα στοιχεία του πολιτισμού: Ένας νεώτερος ποιητής εύκολα μπορεί να δανεισθεί ένα πολύ παλαιό στοιχείο και να το παρεμβάλει στα στοιχεία της δικής του εποχής. Όσο για τη διάφορα του ύφους, και αν ακόμη έχουμε μεγάλη εμπιστοσύνη στην ευαισθησία μας, ας μην ξεχνούμε ότι ένας μεγάλος ποιητής είναι πολύφωνος και χαίρεται να αλλάζει το ύφος του, για να ποικίλη την έκθεση του η και γιατί το απαιτεί το ειδικό κάθε φορά θέμα.
Σήμερα οι περισσότεροι όμηρολόγοι πιστεύουν στην ενότητα της Ίλιάδος και της Οδύσσειας. Για την κατανόηση της Ίλιάδος ως εργου ενιαίου έχουν πολύ συμβάλει στα τελευταία χρόνια οι έρευνες του Schadewaldt, του Bowra και του Reinhardt, και της Οδύσσειας το βιβλίο της Όλγας Κομνηνού - Κακριδή. Παράλληλα, απέναντι στη γνώμη ορισμένων ενωτικών, ότι δεν υπάρχει τρόπος να οδηγηθούμε στις πηγές του Όμήρου, μια νεώτερη κίνηση δοκίμασε εδώ και σαράντα χρόνια να εφαρμόσει νέα μέθοδο, την νεοαναλυτική (Ί. Κακριδής, Schadewaldt, Kullmann κ.α.), για να διαπιστώσει τι κληρονόμησε ο ποιητή ς μας από την παλαιά παράδοση και σε τι καινοτόμησε.
Οι νεοαναλυτικοι δεν αρνούνται την ενότητα της Ίλιάδος και της Οδύσσειας, ούτε στηρίζονται στις λογικές αντιφάσεις και στις διαφορές της γλώσσας, των πολιτιστικών στοιχείων κλπ. Εκείνο που προσέχουν είναι οι ποιητικές ανωμαλίες, αν δηλαδή ορισμένες λεπτομέρειες μιας σκηνής αντιβαίνουν κατά κάποιον τρόπο στο ποιητικό της σχέδιο, όπότε γεννιέται ή υποψία μήπως ο Όμηρος ακολούθησε μια πιο παλαιά δημιουργία, χωρίς να κατορθώσει να αφομοιώσει όλα τα στοιχεία της. Οι σχετικές έρευνες έδειξαν ότι ο Όμηρος δανείζεται συχνά σκηνές και θέματα από παλαιά ποιήματα, δεν τα καταχωρίζει όμως αυτούσια, όπως πίστευαν οι παλαιοί αναλυτικοί, αλλά τα αφομοιώνει όσο μπορεί και τα σφραγίζει με τη μεγαλοφυΐα του.
Για να ολοκληρώσουμε την εικόνα της νεώτερης όμηρολογίας, πρέπει να αναφέρουμε τις έρευνες του Milman Parry και της σχολής του για τις τυπικές εκφράσεις, όπως παρουσιάσθηκαν στο κεφάλαιο του «προομηρικου έπους», το έργο του Μ. Bowra, «Heroic Poetry», που δίνει τα γενικά χαρακτηριστικά του λαϊκού ηρωικού έπους σε παγκόσμια κλίμακα τέλος τις παράλληλες έρευνες άλλων αρχαιογνωστικών κλάδων, προπάντων της αρχαιολογίας, της γλωσσολογίας και της λαογραφίας.