Εάν και οι περισσότερες υπαρξιακές αναζητήσεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες και εποικοδομητικές, μπορούν να οδηγήσουν σε αντιπολιτικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές, καθώς έχουν ένα βασικό ελάττωμα, την μη ύπαρξη κοινωνικής θεωρίας.
Το 1983 ο Φρειδερίκος Νίτσε εκδίδει ένα από τα πιο δημοφιλή του έργα: το << Τάδε έφη Ζαρατούστρα>>, στο οποίο ο στοχαστής ασκεί δριμεία κριτική στην θρησκευτική πίστη και στον δυτικό πολιτισμό.
Χαρακτηριστικά, στην αρχή του κειμένου ο βασικός χαρακτήρας του έργου, ο Ζαρατούστρα, ο οποίος είχε επιλέξει την ασκητική ζωή για δέκα χρόνια, ζώντας μόνος του στις κορυφές ενός βουνού, αποφασίζει να επιστρέψει στην <<εγκόσμια>> πραγματικότητα, με σκοπό να διακηρύξει τις ιδέες του για τον υπεράνθρωπο. Κατηφορίζοντας από το βουνό, ο Ζαρατούστρα συναντάει έναν γέρο ερημίτη, με τον οποίο συζητάει για τους λόγους που τον οδήγησαν στην απομάκρυνση από τον κόσμο. Μετά από τον σύντομο διάλογο, ο Ζαρατούστρα αντιλαμβάνεται ότι ο γέρος ερημίτης στράφηκε προς τον φυγόκοσμο ασκητισμό, επειδή ήθελε να αφοσιωθεί εξ΄ολοκλήρου στον Θεό. Αφήνοντας τον γέρο ερημίτη μόνο του και στρεφόμενος προς τον εγκόσμιο βίο ο Ζαρατούστρα αναρωτιέται: <<μας πώς είναι δυνατόν αυτός ο γέρος ερημίτης να απομακρυνθεί από τον εγκόσμιο βίο για χάρη του Θεού>>? Δεν έμαθε ότι ο Θεός πέθανε?.
Μετά την προαναφερθείσα φράση αρχίζει τυπικά να αναδύεται στον δυτικό κόσμο η συστηματική μελέτη της ψυχής και του νοήματος της ζωής. Πιο συγκεκριμένα, μετά την ανάδειξη των <<μασκαρεμένων>> αξιών που διέπουν τον δυτικό πολιτισμό από τα έργα κυρίως του Νίτσε, όπως: το <<τάδε έφη Ζαρατούστρα>> και η <<Γενεαολογία της ηθικής>>, γεννιούνται και ωριμάζουν νέα επιστημονικά αντικείμενα, όπως η ψυχανάλυση, η ψυχοθεραπεία και η υπαρξιακή φιλοσοφία, τα οποία μελετάνε το βαθύτερο νόημα της ζωής. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η κριτική που ασκήθηκε στις αξίες του δυτικού πολιτισμού από τους διανοητές εκείνης της εποχής, κυρίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, επηρεάστηκε κατά μείζονα βαθμό από τις κτηνωδίες που αναδύθηκαν κατά την διαδικασία της αποικιοκρατίας, και από τις ταξικές ανισότητες, οι οποίες διευρύνθηκαν λόγω της επέκτασης της βιομηχανικής παραγωγής. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι ο Καρλ Μαρξ, ο οποίος κατά κοινή ομολογία έχει ασκήσει την βαθύτερη κριτική στο σύστημα του καπιταλισμού ωρίμασε πνευματικά εκείνη την περίοδο.
Η επιρροή της νιτσεϊκής κριτικής διαφαίνεται ξεκάθαρα και στον θεμελιωτή της ψυχανάλυσης, τον Φρόυντ. Πιο επεξηγηματικά, η συγκρότηση των εννοιών, όπως το συνειδητό και το υποσυνείδητο, και οι ψυχικές συνέπειες της συνεχόμενης σύγκρουσης τους, δίνουν νέες απαντήσεις ως προς την ουσία του ανθρώπου, ο οποίος αναδεικνύεται πλέον, σαν ένας πολύπλοκος μηχανισμός ψυχικών συγκρούσεων, που πρέπει να στοχεύει στην εγκόσμια <<λύτρωση>>, καθώς το επέκεινα πλέον <<εξαλείφθηκε>>, με την περίφημη φράση ότι <<ο θεός πέθανε>>. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο διαφωτιστές μέσω του ορθού λόγου (Καντ, Λοκ, Χομπς κ.α) είχαν αποδομήσει της ελέω θεού αναλύσεις περί της ιστορίας και εν γένει της πραγματικότητας, δημιουργώντας ουσιαστικά τα μεθοδολογικά εργαλεία για τους μετέπειτα στοχαστές. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε ότι σε ένα μεγάλο βαθμό οι υπαρξιακές θεωρίες γεννούν αντιπολιτικές και αντικοινωνικές τάσεις, καθώς επικεντρώνουν τις αναλύσεις τους στην εξατομικευμένη ύπαρξη.
Πιο αναλυτικά, οι υπαρξιακές θεωρίες έχοντας σαν κέντρο το άτομο, προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις βαθύτερες νοηματογενετικές πηγές της ύπαρξης, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να απαξιώνουν την κοινωνική διάσταση των υπαρξιακών ζητημάτων. Επί παραδείγματι ένα από τα γνωστότερα έργα διερεύνησης της ύπαρξης είναι το ημιτελές έργο του Χάιντεγκερ: <<Είναι και ο χρόνος>>. Το συγκεκριμένο έργο πραγματεύεται την έννοια της ύπαρξης, η οποία κατά τον Χάιντεγκερ είναι μία κενή ακαθοριστία, διότι κάμπτεται από το ίδιο το τέλος του ανθρώπου, δηλαδή το θάνατο. Αυτό που στην ουσία λέει ο Χάιντεγκερ είναι: ότι εάν ο σημερινός άνθρωπος φτάσει μέσω του αναστοχαμού, στις πιο σκοτεινές <<γωνίες>> της συνείδησης του και αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή με την ύπαρξη του, θα αντιληφθεί ότι αυτό που τον χαρακτηρίζει, είναι ο φόβος, η μοναχικότητα, το άγχος, και γενικότερα η συνεχής έλλειψη αυθεντικού νοήματος. Τα προαναφερθέντα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το άνθρωπο σχετίζονται κατά το Χάιντεγκερ με τον βαθύτερο φόβο που διακατέχει όλα τα άτομα, το μηδέν, δηλαδή το θάνατο. Η λύση κατά τον Χάιντεγκερ είναι η αυθεντική ύπαρξη, δηλαδή η συνειδητοποίηση της πεπερασμένης ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία αποκτάει πραγματικό νόημα, μόνο όταν ο άνθρωπος φτάσει στα όρια της, δηλαδή στην αναγνώριση του θανάτου ως βασικού συνθετικού <<υλικού>> της ανθρώπινης ουσίας. Ουσιαστικά, εδώ θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε την λύση που προτείνει ο Χάιντεγκερ με εκείνη του Νίτσε, για τον οποίο το περιεχόμενο του υπερανθρώπου, είναι η υπομονετικότητα, η αντοχή και η εγκόσμια λύτρωση μέσω της επιμονής και της δημιουργικότητας.
Η συγκρότηση την έννοιας του υπερανθρώπου έγινε κατά τον Νίτσε στα πλαίσια της βαθύτερης κριτικής προς την θρησκεία, η οποία κατά τον στοχαστή διαμέλισε τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, καθώς δημιούργησε στον άνθρωπο ενοχική συνείδηση. Επί παραδείγματι, μαθαίνοντας στον άνθρωπο ότι μια πράξη είναι αμαρτία σύμφωνα με την διδασκαλία του αλάνθαστου Θεού , του στερείς την ελευθερία της βούλησης, διότι ουσιαστικά του ελέγχεις τις προθέσεις. Ο έλεγχος των προθέσεων είναι κατά τον Νίτσε η χείριστη μορφή εξουσιαστικής πράξης, καθώς στην προαναφερθείσα περίπτωση δεν ελέγχεις μόνο τις εξωτερικές πράξεις, αλλά και τις εσωτερικές, δηλαδή την δυνατότητα αυτόβουλης σκέψης. Από τα προαναφερθέντα, αντιλαμβανόμαστε, ότι οι υπαρξιακές θεωρίες, εάν και τροφοδοτούν συνεχώς με νέους ορίζοντες το ανθρώπινο πνεύμα, υπολείπονται στο επίπεδο της κοινωνικής διάστασης. Πιο επεξηγηματικά, οι υπαρξιακές θεωρίες επειδή ακριβώς διερευνούν αναλλοίωτα ψυχικά χαρακτηριστικά στο επίπεδο της εξατομικευμένης ύπαρξης, ξεχνούν ένα πολύ σημαντικό παράγοντα που είχε ανιχνεύσει ο Μαρξ: ότι δηλαδή, η εξατομικευμένη οντότητα είναι <<προϊόν>> κοινωνικών διεργασιών. Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι δεν γεννιόμαστε εξατομικευμένες οντότητες, αλλά γινόμαστε. Το προαναφερθέν συμπέρασμα του Μαρξ είναι μείζονος σημασίας, διότι προσδίδει στον άνθρωπο και στην ιστορία τεράστια δυναμική, εν αντιθέσει με τις περισσότερες υπαρξιακές θεωρίες οι οποίες στην προσπάθεια τους να ανιχνεύσουν τις βαθύτερες δομές της ανθρώπινης ύπαρξης, ωθούν πολλούς ανθρώπους στην απομόνωση, την απάθεια και την εσωστρέφεια.
Εν κατακλείδι, εάν και οι περισσότερες υπαρξιακές αναζητήσεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες και εποικοδομητικές, μπορούν να οδηγήσουν σε αντιπολιτικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές, καθώς έχουν ένα βασικό ελάττωμα, την μη ύπαρξη κοινωνικής θεωρίας. Το προαναφερθέν είναι πολύ σημαντικό, καθώς η έλλειψη κοινωνικής θεωρίας, οδηγεί πολλούς υπαρξιακούς στοχαστές σε αυθαίρετα συμπεράσματα, που μπορεί σε ατομικό επίπεδο να δίνουν ικανοποιητικές απαντήσεις, αλλά παραμερίζουν την κοινωνική όψη των υπαρξιακών ζητημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέραμε και προηγουμένως είναι ο Νίτσε, ο οποίος εάν και διείσδυσε σε βαθύτερες ψυχικές δομές του ανθρώπου, στο επίπεδο της κοινωνίας και της πολιτικής δεν έχει προτείνει καμία αξιόλογη πρόταση. Το τελικό συμπέρασμα που εξάγουμε από τα παραπάνω είναι, ότι τα ατομικά ζητήματα του καθενός έχουν και κοινωνική χροιά, οπότε μόνο μέσω της συλλογικής συνείδησης και της κοινωνικής-πολιτικής δραστηριοποίησης μπορούμε να διεκδικήσουμε ένα πιο ευοίωνο μέλλον.