Για τον Στέλιο Κυριακίδη «Τίποτα, μόνο για την Ελλάδα…»


 Η ζωή του θρυλικού μαραθωνοδρόμου και αξέχαστου αθλητή του στίβου από την Πάφο, του Στυλιανού Κυριακίδη, ο οποίος έμεινε στην ιστορία από τις πολλές διακρίσεις που απέσπασε σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο, μεταφέρεται στον κινηματογράφο, σε μια παραγωγή που ετοιμάζει, σύμφωνα με αθηναϊκά δημοσιεύματα ο Έλληνας παραγωγός κινηματογράφου Πάρης Κασιδόκωστας.

Ο Στέλιος Κυριακίδης, γεννήθηκε στο χωριό Στατός της Πάφου στις 4 Ιουνίου 1910. Εκεί όπου δημιούργησε το Γυμναστήριο και τον Αθλητικό Όμιλο Φιλοθέης Ξεκίνησε τον αθλητισμό από την Γυμναστικό Σύλλογο «Ολύμπια – ΓΑ-ΣΙ-Ο (Γ.Σ.Ο.) της Λεμεσού και έμεινε πιστός σε αυτόν ως το τέλος της αγωνιστικής του σταδιοδρομίας, παρά το γεγονός ότι είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Έζησε δοξασμένος από το 1946 μέχρι και το θάνατό του το 1987, στην Φιλοθέη.

Πρόκειται για την σημαντικότερη σύγχρονη προσωπικότητα του Ελληνικού Αθλητισμού, με διεθνείς επιτυχίες και διακρίσεις. Ήταν αθλητής της Ελληνικής Εθνικής Ομάδας στίβου και διακρίθηκε στα αγωνίσματα δρόμων ημιαντοχής και αντοχής, ιδιαιτέρως, όμως, στον μαραθώνιο δρόμο. Ήταν πρώτος Βαλκανιονίκης στον Μαραθώνιο το 1934, 1936, 1937 και 1939 ενώ το 1934 και 1936 νίκησε και στα 10000μ. Δώδεκα φορές ήταν 1ος Πανελληνιονίκης στα 5000μ., 10000μ. και στο Μαραθώνιο, ενώ πέτυχε Πανελλήνια ρεκόρ στα 5000μ., 10000μ και φυσικά στον Μαραθώνιο. Συμμετείχε στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το 1936 και του Λονδίνου το 1948 και ανακηρύχθηκε16 φορές, πρώτος Παγκυπριονίκης, παρά την διακοπή των αγώνων στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Στέλιος Κυριακίδης ήταν λάτρης της Ελλάδας και του αθλητισμού. Κατά γενική ομολογία, υπήρξε ο μεγαλύτερος ‘Έλληνας Μαραθωνοδρόμος, ένα ταλέντο που θυσιάσθηκε στις στάχτες του πολέμου. Όταν ταξίδεψε για την Αμερική ήταν ήδη 36 χρονών και δεν περίμενε να αλλάξει σε πολλά η ζωή του. Πήγε λίγο καιρό νωρίτερα στη Βοστώνη φιλοξενούμενος από Έλληνες ομογενείς, αποφασισμένος να δοξάσει την Ελλάδα. Η νίκη του στον μαραθώνιο της Βοστώνης το 1946, θεωρείται από τις σημαντικότερες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού όλων των εποχών.

Ο Έλληνας δρομέας, πετυχαίνοντας ατομικό και παγκόσμιο ρεκόρ στον 50ο διεθνή μαραθώνιο της Βοστόνης, τερμάτισε πρώτος με χρόνο 2.29.27 μπροστά από μεγάλους μαραθωνοδρόμους της εποχής του. Είναι τα χρόνια που η Ελλάδα ζει δραματικές ώρες εμφύλιου διχασμού. Η προσωπική διάκριση γίνεται ελληνικός άθλος. Ο Κυριακίδης αξιοποιεί τη νίκη του για να αποκαλύψει στη διεθνή κοινή γνώμη τις δραματικές στιγμές που περνά η πατρίδα του και για να συγκεντρώσει πολύτιμη ανθρωπιστική βοήθεια. Τα αθλητικά χρονικά κατέγραψαν το θρίαμβο της σωματικής αντοχής. Η ιστορία κατέγραψε το θρίαμβο της ψυχής…

Στην Αθήνα οι Έλληνες βγήκαν στους δρόμους κλαίγοντας. Στη σημείο του τερματισμού, το μικρόφωνο τον περίμενε για δηλώσεις προς τους φιλάθλους. Η ατάκα που άκουσε, ήταν μία: «Πες μας τι θέλεις να έχεις και εμείς θα το κάνουμε…". Η απάντηση πιο λιτή: «Τίποτα, μόνο για την Ελλάδα…". Οι αμερικανοί τρελάθηκαν μαζί του, τον αποθέωσαν ενώ ο αμερικανός συναθλητής του, Τζίν Κέλι δήλωσε: "Δεν θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιο αθλητή που έτρεχε για την πατρίδα του και όχι για τον εαυτό του». Και ο Άρθουρ Ντάφι σε σημείωμα του με τίτλο «Victory Belongs To Two Nations”, στους Boston Sunday Post, στις 21 Απριλίου 1946, έγραφε: «Έχω ξαναδεί πολλούς αθλητές να κλαίνε είτε από χαρά για το θρίαμβό τους, είτε από λύπη για την ήττα τους. Αυτός ο Αθηναίος με τα ευγενή αισθήματα δάκρυσε αληθινά, με δάκρυα που έβγαιναν μέσα από τη δυνατή ελληνική καρδιά του. Μια καρδιά που δεν τον πρόδωσε στα 26 μίλια που διήνυσε, αλλά που κόντεψε να σπάσει όταν έφτασε στο τέρμα, τόσο από περηφάνια για τη νίκη του όσο και από θλίψη για τις κακουχίες που περνούσε η πατρίδα του».

Ο Πέτρος Λινάρδος, καταξιωμένος Έλληνας δημοσιογράφος και ιστορικός του αθλητισμού έγραψε: «Ο Στέλιος Κυριακίδης ανήκει στη μεγάλη γενιά του ελληνικού στίβου του ’30 που είχε μπολιαστεί με τη ρώμη της κυπριακής άθλησης. Πλάι και μαζί με τον Μάντικα, τον Φραγκούδη, τον Σύλλα, τον Λαμπράκη και πολλούς άλλους ακόμη ήταν ο μαγνήτης για τους φιλάθλους που πλημμύριζαν το Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο στην πρώτη φάση του θεσμού των Βαλκανιάδων Εκείνοι μεταλαμπάδευσαν το ελληνικό αθλητικό πνεύμα και στο Ζάγκρεμπ, στο Βουκουρέστι, στη Σόφια, στο Βελιγράδι, στην Κωνσταντινούπολη».

Υ/Σ: Για όσους αγνοούν την ιστορία, θυμίζω, ότι οι Έλληνες αθλητές της Κύπρου αρνούνταν τα δώρα πως τους πρόσφεραν οι αποικιοκράτες για να αγωνισθούν με τα χρώματα της Μ. Βρετανίας και φορούσαν μόνο τα γαλανόλευκα. Οι σκλάβοι που δόξασαν την γαλανόλευκη σε χρόνια δίσεκτα και έκαναν υπερήφανο ένα Λαό που ζούσε, στο περιθώριο, καθώς παρ’ ότι νικητής και αποδεκατισμένος από τον καταστροφικό πόλεμο που προηγήθηκε βρέθηκε στην δίνη ενός εμφύλιου σπαραγμού που τόσα δεινά επισώρευσε….

Ντίνος ΑυγουστήΕκπαιδευτικός στο Α.Τ.Ε.Ι. της ΛάρισαςΑπό το Μονάγρι Λεμεσού.a.avgoustis@hotmail.com.

Στο 35ο χιλιόμετρο, εκεί όπου ο Κέλι πίστεψε ότι η νίκη ήταν δική του, τον προσπερνά ο Κυριακίδης. Τερματίζει πρώτος σε 2 ώρες και 29 λεπτά -ένας χρόνος που παρέμεινε πανελλήνιο ρεκόρ για δύο δεκαετίες.Ενθουσιασμένοι οι Αμερικανοί τον ρώτησαν τι ήθελε και ο Κυριακίδης απάντησε πως ό,τι έκανε ήταν «Για την Ελλάδα». Όπως και τα λόγια του έκπληκτου αντιπάλου του, Τζόνι Κέλι, μετά την κούρσα της Βοστόνης το 1946: «Δε θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιο αθλητή που έτρεχε για την πατρίδα του και όχι για τον εαυτό του».Με τις δάφνες του νικητή γύρισε την ανατολική ακτή της Αμερικής και μίλησε για τη δεινή κατάσταση των Ελλήνων. Ζήτησε βοήθεια και μάζεψε 250.000 δολάρια με τα οποία βοήθησε τους συμπατριώτες του όταν επέστρεψε στην πατρίδα. Η ενίσχυσή του (φάρμακα, ρούχα, σκηνές, τρόφιμα) ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη» και έφτασε στην Ελλάδα με δύο πλοία. Στην Ελλάδα τον υποδέχτηκαν ένα εκατομμύριο άτομα. Χρειάστηκε οκτώ ώρες για να φτάσει η πομπή από το αεροδρόμιο στο σπίτι του στη Φιλοθέη.

Ο Στέλιος Κυριακίδης γεννήθηκε στο χωριό Στατός της επαρχίας Πάφου στις 4.5.1910. Άρχισε την αθλητική του σταδιοδρομία, μετά την εφηβική του ηλικία. Αρχικά αγωνιζόταν παίρνοντας μέρος σε αγροτικούς αγώνες με τα χρώματα του χωριού του. Πιο ύστερα αγωνιζόταν σαν αθλητής του Γυμναστικού Συλλόγου «Ολύμπια» της Λεμεσού, με τα χρώματα του οποίου συνέχισε ν’ αγωνίζεται μέχρι το τέλος της ένδοξης αθλητικής του σταδιοδρομίας.

Εργάστηκε για ένα διάστημα σαν υπάλληλος του Δήμου Λεμεσού, όμως μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Αθήνα, διορίστηκε υπάλληλος στη Δημόσια Εταιρεία Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) Αθηνών – Πειραιώς, το 1936.

Ο Στέλιος Κυριακίδης, διακρίθηκε στα αγωνίσματα δρόμων ημιαντοχής και αντοχής, ιδιαίτερα στον μαραθώνιο δρόμο. Από το 1933 μέχρι το 1945 κέρδισε 14 πρώτες νίκες, στους ετήσιους Παγκύπριους Αγώνες. Υπήρξε κάτοχος όλων των κυπριακών επιδόσεων στους δρόμους, από εκείνον των 1,500 μέτρων, μέχρι και τον μαραθώνιο. Κατείχε επίσης τις Ελλαδικές επιδόσεις στους δρόμους 5 και 10 χιλιομέτρων, στους δρόμους των 3,4,6,8,15,20 και 30 χιλιομέτρων, στους δρόμους των 3 και 6 μιλίων και στους δρόμους μισής και μιας ώρας.

Από το 1934 μέχρι το 1938 κέρδισε 10 πρώτες νίκες, σε πανελλήνιους αγώνες και από το 1934 μέχρι το 1939 ανέβηκε 6 φορές στο βάθρο του πρώτου βαλκανιονίκη: Κέρδισε τον μαραθώνιο δρόμο το 1934,1936,1937 και 1939, και τον δρόμο των 10 χιλιομέτρων το 1934 και 1936. Ο Στέλιος Κυριακίδης πήρε μέρος, με τα ελληνικά εθνικά χρώματα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 και του 1948 στο Βερολίνο και στο Λονδίνο αντιστοίχως.

Έγινε παγκόσμια γνωστός, με τη νίκη του στον διεθνή μαραθώνιο δρόμο της Βοστώνης, στις 20.4.1946, με χρόνο 2 ώρες, 29 πρώτα λεπτά και 27 δεύτερα, που ήταν πανευρωπαϊκό ρεκόρ και η καλύτερη επίδοση στον κόσμο την εποχή εκείνη. Σκοπός του Κυριακίδη δεν ήταν μόνο μία αθλητική νίκη, τεράστια βέβαια σε μέγεθος, αλλά κάτι βαθύτερο κάτι γνήσια ανθρωπιστικό. Ως γνήσια Ελληνική ψυχή αγωνίστηκε για να βοηθήσει τον απλό Έλληνα ο οποίος στην κυριολεξία λιμοκτονούσε. Αγωνίστηκε για να μαζέψει υλική βοήθεια να δώσει ελπίδα και να αναπτερώσει το ηθικό του χειμαζόμενου Ελληνικού λαού ο οποίος μόλις είχε βγει από τη λαίλαπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και τα κατάφερε. Έγινε το ζωντανό παράδειγμα πως ένας άνθρωπος μπορεί να αγωνιστεί ενάντια στον υποσιτισμό, ενάντια στις κακουχίες, ενάντια στην ιατρική λογική, και να νικήσει με το μεγαλείο της ψυχής του όταν έχει υψηλό σκοπό. Ο Τζόνι Κέλι, μεγάλος συναθλητής του και βασικός του αντίπαλος, είχε πει μετά το τέλος του αγώνα «Πως μπορείς να νικήσεις ένα τέτοιο άνθρωπο; Αυτός δεν έτρεχε για τον εαυτό του. Έτρεχε για την πατρίδα του».

Μετά τη νίκη του παρέμεινε στην Αμερική για ένα μήνα ζητώντας βοήθεια για την κατεστραμμένη Ελλάδα και τους πεινασμένους Έλληνες. Η αμερικανική κυβέρνηση και οι απλοί Αμερικανοί πολίτες ευαισθητοποιήθηκαν και έστειλαν στην Ελλάδα αυτό που ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη», το οποίο ήταν $250.000 και υλική βοήθεια από φάρμακα, ρούχα, κονσέρβες, αλεύρι, σκηνές και κουβέρτες, τα οποία έφτασαν στην Ελλάδα με δύο πλοία που έδωσε η οικογένεια Λιβανού. Η βοήθεια αυτή έσωσε πολλούς Έλληνες από το θάνατο και στην επιστροφή του στην Αθήνα τον υποδέχτηκαν 1.000.000 Έλληνες. Η πομπή από το αεροδρόμιο μέχρι και τη Φιλοθέη, περνώντας πρώτα από τον Άγνωστο Στρατιώτη, τη Βουλή των Ελλήνων και το Δημαρχείο Αθηναίων, διήρκησε 8 ώρες.

Απεβίωσε το 1987 και ετάφη στον Πύργο της ορεινής Κορινθίας

* Διαβάστε επίσης μερικές σχετικές ιστορίες που δημοσιεύσαμε πρόσφατα:

Η οδύσσεια ενός αγάλματος«Πάρε με αργότερα. Έχω ημικρανίες…» Η υπάλληλος στο τελωνείο του Ελευθερίου Βενιζέλος έπαιζε με τα νεύρα και την υπομονή του Δημήτρη Κυριακίδη. Δύο μήνες απέμεναν για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και το άγαλμα του πατέρα του, ενός από τους καλύτερους Έλληνες μαραθωνοδρόμους, αράχνιαζε στις αποθήκες. Ήταν μια Οδύσσεια που είχε ξεκινήσει πολύ καιρό πριν, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Ο Στέλιος Κυριακίδης ήταν ο μοναδικός Έλληνας που κέρδισε το 1946 τον ιστορικό μαραθώνιο της Βοστόνης. Υποσιτισμένος και αδύναμος πραγματοποίησε άθλο μοναδικό. Με τη νίκη του έγινε θρύλος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και βοήθησε την πληγωμένη του πατρίδα μαζεύοντας χρήματα και εφόδια από τον Ελληνισμό της διασποράς.

Χρόνια μετά, οι Αμερικανοί αποφάσισαν να τιμήσουν τον Έλληνα αθλητή. Θέλησαν να φτιάξουν ένα άγαλμά του και να το δωρίσουν στην Αθήνα. Τα έξοδα κατασκευής (250.000 δολάρια) ανέλαβε ο Τζιμ Ντέιβις, ο Ελληνοαμερικανός πρόεδρος της εταιρίας αθλητικών ειδών New Balance.

Ευτυχισμένοι οι Αμερικανοί για την προσφορά τους, πλευρίζουν τον τότε δήμαρχο Αθηνών Δημήτρη Αβραμόπουλο, που είχε ταξιδέψει στη Βοστόνη για την αδερφοποίηση της πόλης με την Αθήνα.

-Έχουμε ένα δώρο για την πόλη σας κ. Δήμαρχε. Ένα άγαλμα…

-Σας ευχαριστούμε πολύ. Θα το πάρουμε!

Λίγους μήνες μετά είναι η σειρά των Αμερικανών να επισκεπτούν την Αθήνα. Πηγαίνουν στο γραφείο του κ. Αβραμόπουλου με σχέδια και αποδείξεις. Το άγαλμα έχει ήδη προχωρήσει. Αλλά φοβού τους… Αμερικανούς και δώρα φέροντες.

«Ποιο άγαλμα;» τους λέει ο δήμαρχος σαστισμένος. «Δε θυμάμαι να είχα ζητήσει κάτι. Ή να είχα συμφωνήσει σε κάτι».

Απογοητευμένοι οι ξένοι αφήνουν το δήμαρχο στην καρέκλα του και πέφτουν σε μελαγχολία. Πώς γίνεται κάποιος να αρνείται ένα δώρο; Και πώς γίνεται να μην αναγνωρίζουν την προσφορά του Στέλιου Κυριακίδη, ενός ανθρώπου που το ’46 τον υποδέχτηκαν ένα εκατομμύριο Έλληνες στο αεροδρόμιο;

«Δεν πειράζει» τους λέει ο γιος του Στέλιου, Δημήτρης Κυριακίδης. «Σύντομα αλλάζει ο δήμαρχος και θα προσπαθήσουμε ξανά».

Με την Ντόρα Μπακογιάννη στο τιμόνι της Αθήνας οι Αμερικανοί γίνονται πιο αισιόδοξοι. «Ναι», τους λέει η κ. Μπακογιάννη. «Το θέλουμε το άγαλμα». «Μα θα το βάλετε μπροστά στο Καλλιμάρμαρο», απαιτούν οι Αμερικανοί. «Κανένα πρόβλημα» τους λέει η κ. Δήμαρχος.

Άλλη μια επίσκεψη στην Αθήνα, στα γραφεία του δήμου και οι Αμερικανοί δε γλιτώνουν το deja vu. «Κοιτάξτε, αν θα μας κάνετε το άγαλμα του κ. Κυριακίδη θέλουμε να φτιάξετε κι ένα ακόμα», λέει η κ. Μπακογιάννη. «Θέλουμε και τον Σπύρο Λούη».

Μα τα σχέδια έχουν γίνει. Ο γλύπτης έχει ξεκινήσει την προεργασία, τα χρήματα έχουν εγκριθεί. Ένα νέο άγαλμα σημαίνει καταστροφή. «Όχι θέλουμε και τον Σπύρο Λούη», λέει η κ. δήμαρχος.

Ο Ντέιβις της New Balance δέχεται να δώσει άλλα 50.000 δολάρια και οι Αμερικανοί σκέφτονται να φτιάξουν τον Λούη ως πνεύμα δίπλα στη φιγούρα του Κυριακίδη. Να τον προτρέπει να τερματίσει νικητής.

Αφού το άγαλμα έχει φτιαχτεί, οι Αμερικανοί νομίζουν ότι τελείωσαν και τα βάσανά τους… «Δυστυχώς αλλάξαμε γνώμη», τους λένε από το δήμο της Αθήνας. «Δε θα πάρουμε το άγαλμα. Κρατήστε το!»

Άφωνοι οι Αμερικανοί. Ένα δώρο θέλησαν να κάνουν και τους συμπεριφέρονται σα να θέλουν να βάλουν Δούρειο Ίππο στο κέντρο της Αθήνας.

Ο Δημήτρης Κυριακίδης έρχεται σε επαφή με το δήμο Μαραθώνα και αυτοί δέχονται το άγαλμα. Με την προϋπόθεση όμως να μην πληρώσουν ευρώ για τα μεταφορικά. Ο κ. Κυριακίδης αναλαμβάνει τα έξοδα μεταφοράς από την τσέπη του. Είναι τυχερός που ο υπεύθυνος της DHL στην Αμερική είναι μαραθωνοδρόμος και ξέρει την ιστορία του πατέρα του. Η μεταφορά στοιχίζει 8.000 ευρώ.

Το «πακέτο Κυριακίδη» όμως κολλάει στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Για εκτελωνισμό απαιτούνται 48.000 ευρώ. Χρήματα που δεν υπάρχουν στον δήμο Μαραθώνα και σαφώς δεν μπορούν να διαθέσουν οι Αμερικανοί.

«Μη με ενοχλείς τώρα. Έχω ημικρανίες», λέει η υπεύθυνη του τελωνείου στον Δημήτρη Κυριακίδη. Μόλις δύο μήνες πριν από τους Αγώνες της Αθήνας.

Τελικά ο κ. Κυριακίδης μαθαίνει πως για δωρεάν εκτελωνισμό πρέπει να φανεί ότι το άγαλμα είναι προσφορά ελληνικού συλλόγου της ομογένειας. Για μια ακόμη φορά οι Αμερικανοί τρέχουν. Τώρα μαζεύουν υπογραφές και σφραγίδες, ώσπου το άγαλμα βγαίνει από τις αποθήκες.

Την ημέρα των αποκαλυπτηρίων είναι καλεσμένα στο Μαραθώνα όλα τα ελληνικά κανάλια. Κανένα δεν εμφανίζεται. Μόνο… 18 ξένοι τηλεοπτικοί σταθμοί καλύπτουν το γεγονός. Δεν είναι η εκδήλωση που μετράει. Ούτε το άγαλμα που αξίζει. Αλλά η ιστορία πίσω από τη φιγούρα αυτού του αθλητή. Που έτρεξε ξερακιανός και εύθραυστος για μια πατρίδα, για μια ιδέα.

Το άγαλμά του βρίσκεται ακόμα στο Μαραθώνα. Με το πνεύμα του Σπύρου Λούη να τον ωθεί. Ποιο πνεύμα άραγε θα βοηθήσει εμάς να γίνουμε λιγότερο γραφικοί;

«Αν τρέξεις θα πεθάνεις»Ήταν καχεκτικός. Με πρόσωπο που έλιωνε από την ασιτία. Ο γιατρός που τον εξέτασε του απαγόρευσε να τρέξει. «Θα πεθάνεις», του είπε, «δε θα αντέξεις». Ο Στέλιος Κυριακίδης όμως δεν είχε ταξιδέψει μέχρι τη Βοστόνη για να ‘ναι θεατής. Είχε έρθει για να αγωνιστεί. Όχι για την πρωτιά, όχι για τον εαυτό του, αλλά για την πατρίδα του.

Ήταν 1946 και η Ελλάδα πάλευε ακόμα με τους δαίμονές της. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν άφηνε τις πληγές της κατοχής να κλείσουν και η φτώχεια μεγάλωνε. Ο Κυριακίδης ήταν ο καλύτερος μαραθωνοδρόμος της χώρας. Στα χρόνια της κατοχής όμως δεν έτρεχε. Μια φορά μάλιστα γλίτωσε από τις σφαίρες των Γερμανών. Δεν τον εκτέλεσαν μαζί με άλλους Έλληνες όταν έμαθαν ότι έτρεξε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936.

Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι διοργανωτές του μαραθωνίου της Βοστόνης καλούν τον Κυριακίδη στον αγώνα τους. Πρόσκληση τιμής για τη συμπλήρωση 50 ετών από την έναρξη του πιο ιστορικού ετήσιου μαραθωνίου στον κόσμο.

Ο Κυριακίδης φτάνει στη Βοστόνη στα 36 του, σκιά του εαυτού του. Αδύναμος, ξερακιανός, σχεδόν νεκρός. Η κατοχή και η πείνα τον εξάντλησαν. Οι ομογενείς τον υποδέχονται σαν ήρωα και ο Κυριακίδης δίνει στον εαυτό του την υπόσχεση ότι θα τερματίσει τον αγώνα -όχι όπως την πρώτη φορά που εγκατέλειψε στη Βοστόνη επειδή ένα ζευγάρι καινούρια αθλητικά παπούτσια πλήγωσαν τα πόδια του.

Μεγάλος αντίπαλός του θα ήταν ο πολυνίκης Ιρλανδός Τζόνι Κέλι. Το καμάρι της Βοστόνης. Ο Κυριακίδης ξεκίνησε την κούρσα με επιφύλαξη. Ποτέ δεν οδηγούσε το ρυθμό, ούτε κοιτούσε πίσω. Πάντα μπροστά, στο τέρμα, στη νίκη.

Στο 35ο χιλιόμετρο, εκεί όπου ο Κέλι πίστεψε ότι η νίκη ήταν δική του, τον προσπερνά ο Κυριακίδης. Τερματίζει πρώτος σε 2 ώρες και 29 λεπτά -ένας χρόνος που παρέμεινε πανελλήνιο ρεκόρ για δύο δεκαετίες.

Ενθουσιασμένοι οι Αμερικανοί τον ρώτησαν τι ήθελε και ο Κυριακίδης απάντησε πως ό,τι έκανε ήταν «Για την Ελλάδα». Με τις δάφνες του νικητή γύρισε την ανατολική ακτή της Αμερικής και μίλησε για τη δεινή κατάσταση των Ελλήνων. Ζήτησε βοήθεια και μάζεψε 250.000 δολάρια με τα οποία βοήθησε τους συμπατριώτες του όταν επέστρεψε στην πατρίδα. Η ενίσχυσή του (φάρμακα, ρούχα, σκηνές, τρόφιμα) ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη» και έφτασε στην Ελλάδα με δύο πλοία. Στην Ελλάδα τον υποδέχτηκαν ένα εκατομμύριο άτομα. Χρειάστηκε οκτώ ώρες για να φτάσει η πομπή από το αεροδρόμιο στο σπίτι του στη Φιλοθέη.

Πέρσι ο δήμος του Χόπκιντον στη Μασαχουσέτη αποκάλυψε ένα άγαλμα του Κυριακίδη με τον Σπύρο Λούη στην εκκίνηση του μαραθωνίου της Βοστόνης. Ο Κυριακίδης δεν έζησε αυτή τη δόξα. Πέθανε το 1987 και ο άθλος του πέρασε στην ιστορία. Όπως και τα λόγια του έκπληκτου αντιπάλου του, Τζόνι Κέλι, μετά την κούρσα της Βοστόνης το 1946: «Δε θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιο αθλητή που έτρεχε για την πατρίδα του και όχι για τον εαυτό του».