Νίτσε: Περί Αλήθειας και Ψεύδους υπό εξωηθική έννοια


«Σε κάποια απόμερη γωνιά του εκχυμένου σε αναρίθμητα λαμπυρίζοντα ηλιακά συστήματα σύμπαντος, υπήρξε μια φορά και έναν καιρό ένα αστέρι, πάνω στο οποίο ευφυή ζώα επινόησαν τη γνώση. Ήταν η πιο υπερφίαλη και η πιο απατηλή στιγμή της 'Παγκόσμιας ιστορίας', αλλά ήταν βέβαια μονάχα μια στιγμή. Έπειτα από λιγοστές ανάσες της φύσης, το αστέρι πάγωσε και τα δαιμόνια ζώα έπρεπε να πεθάνουν».

Το έργο «Περί αλήθειας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια» εκδίδεται το 1872 και αποτελεί δημιούργημα της πρώιμης περιόδου του φιλοσόφου. Ο Νίτσε ξεκαλουπώνει σ’ αυτό την ισχύουσα αλήθεια και υψώνει τις νέες της αξίες που προάγουν την δύναμη του εαυτού.

Αρχικά, καυτηριάζεται η τάση για ανθρωποκεντρισμό. Ο άνθρωπος είναι ένα τυχαίο, εφήμερο, ευάλωτο και μάταιο ον όπως διαφαίνεται: «…πόσο οικτρός φαίνεται ο ανθρώπινος νους μέσα στην φύση, πόσο αμυδρός και φευγαλέος, πόσο άσκοπος και τυχαίος». Το μέσο που μεταμορφώνει τις παραπάνω αδυναμίες του και τον διατηρεί στην ζωή είναι ο νους: «ο νους ως μέσον για την διατήρηση του ατόμου αναπτύσσει τις κύριες δυνάμεις του στην προσποίηση». Αυτός οικοδομεί μια αυταπάτη που παρέχει στον άνθρωπο την αντίληψη της κεντρικής του θέσης στον κόσμο, καθώς και τα όπλα επικράτησης απέναντι στο άλλο. Από την συγκεκριμένη λειτουργία του νου προέκυψε και η κοινωνική συνθήκη ειρήνης με άλλους ανθρώπους. Δεν θα ήταν δυνατός ένας πόλεμος ακόμη και με το είδος του. Όμως η κοινωνικότητα έκρυβε και την τάση προς την αλήθεια. Αυτή θα έθετε τους πρώτους νόμους με τις λέξεις και θα συνέδεε τις σχέσεις που αναπτύσσονταν μεταξύ των ανθρώπων. Ποιά είναι όμως ακριβώς η λειτουργία της γλώσσας; Τί είναι μια λέξη;

Κατά τον Νίτσε, ο άνθρωπος δέχεται ένα νευρικό ερέθισμα με την μορφή εικόνας, που στην συνέχεια μετασχηματίζεται σε φωνή. Οι λέξεις της φωνής αυτής δεν μπορούν, όπως νομίζει ο άνθρωπος, να αποτυπώσουν τα πράγματα καθ’ αυτά. Αντίθετα αποτελούν την δεύτερη μεταφορά των πραγμάτων. Η πρώτη είναι η εικόνα του ερεθίσματος.

Στην συνέχεια, με την χρήση των μεταφορών ο νους σχηματίζει έννοιες. Αυτές προκύπτουν από την αφαίρεση του εξατομικευμένου πράγματος. Δηλαδή μια μεταφορά που δημιουργήθηκε από το πρώτο βίωμα, προσαρμόζεται τώρα ως έννοια στα επόμενα «δια της εξίσωσης του άνισου». Δίνεται μορφή στα ερεθίσματα. Με τον τρόπο αυτό πολλές φορές όμως, ο άνθρωπος διαλύει μια εικόνα του, μια εποπτεία με την έννοια. Αυτό συμβαίνει γιατί χάνεται η μοναδικότητα και η κινητικότητα της εμπειρίας. Τότε αν οι έννοιες δεν είναι αληθινές, τί είναι αλήθεια για τον Νίτσε;

Ο φιλόσοφος ορίζει την αλήθεια ως ένα σύνολο μεταφορών με τα πρωταρχικά καλλιτεχνικά-ποιητικά χαρακτηριστικά τους. Από την στιγμή όμως που ο άνθρωπος θέλησε να στερεοποιήσει τα πάντα και να μετατρέψει όλον τον κόσμο σε άνθρωπο οδηγήθηκε σε μάταιη πλάνη. Ο Νίτσε λέει ναι στην πλάνη, στην πλάνη όμως που δημιουργεί ο καλλιτέχνης άνθρωπος με την αισθητική του συμπεριφορά. Αποκαθαίρεται η καθ’ αυτή αιτιότητα των πραγμάτων, καθώς το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι δύο κόσμοι διαφορετικοί. Μόνο υπαινιγμούς μπορούμε να κάνουμε για την σχέση τους. Γι’ αυτό και η επιστήμη, για τον φιλόσοφο, αναφέρεται απλά στα αποτελέσματα των φυσικών νόμων και όχι στην ουσία τους.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να θυμηθούμε ότι η ορμή του ανθρώπου για μεταφορές του παρέχει και την ξεχωριστή διάστασή του. Αυτές, με τα γόνιμα χαρακτηριστικά τους, μπορούν να τον εφοδιάσουν με μια άλλου είδους αλήθεια. Ο Νίτσε για την αναζήτησή της δείχνει σημαντικά πεδία δράσης, τον μύθο και την τέχνη. Για τον μύθο λέει χαρακτηριστικά στην Γέννηση Της Τραγωδίας: «Ο μύθος, λοιπόν, για μας σημαίνει προστασία από την μουσική, και για κείνην πάλι είναι η μεγαλύτερη απελευθέρωση. Γι’ αυτό και η μουσική απονέμει στον μύθο, ως αντίδωρο, μια τόσο διαπεραστική και πειστική μεταφυσική σημασία, που ο λόγος και η εικόνα μόνα τους, χωρίς αυτή τη μοναδική βοήθεια, δεν θα μπορούσαν να την φτάσουν΄ και κυρίως χάρη σ’ αυτήν διαπερνά τον τραγικό θεατή αυτό το βέβαιο προαίσθημα μιας υπέρτατης χαράς, στην οποία φτάνει κανείς από την οδό που περνάει από την πτώση και την απόρριψη, έτσι που να νομίζει, ότι ακούει να του μιλάει καθαρά, η πιο εσωτερική άβυσσος των πραγμάτων.» Επιχειρεί με τέτοιου είδους δράσεις να υψώσει τις διαισθήσεις που μπορούν να «ζευγαρώσουν τα πιο ξένα» και να αυξήσουν τα όρια που καλούπωσαν οι έννοιες. Τώρα οι λέξεις βοηθούν την διαίσθηση, από την οποία όμως, πολλές φορές προκύπτει αφωνία.

Τέλος, ο φιλόσοφος διακρίνει δύο ειδών ανθρώπους, τον διαισθητικό και τον λογικό. Ο λογικός ορίζεται ως αυτός που γνωρίζει να αντιμετωπίζει τις βασικότερες ανάγκες με την πρόνοια, την ευφυία και την κανονικότητα, ενώ ο διαισθητικός αυτός που παραβλέπει τις ανάγκες αυτές και δεν εκλαμβάνει ως πραγματική παρά μόνον την ζωή που έγινε με την προσποίηση, επίφαση και ωραιότητα. Αυτός «παιχνιδίζει με την σοβαρότητα», αυθυπερβαίνεται και συμμετέχει στην θεϊκή ζωή. Την λύτρωσή του την πετυχαίνει μέσα από την οδύνη. Κραυγάζει μέσα σε αυτήν από πόνο τόσο έντονα όσο έντονη είναι και η ευτυχία που βγαίνει από αυτόν. Αντίθετα, ο λογικός προσποιείται όχι δημιουργικά, αλλά με την υποτιθέμενη συμμετρία των εννοιών. Και όταν πονά είναι σαν να φοράει μάσκα, δεν διακρίνονται σπασμοί στο σώμα του. Αποφεύγει το βύθισμα στα πράγματα για να μείνει στην ανώδυνη επιφάνεια. Έτσι και η χαρά του υπολογίζεται με όρους. Γι’ αυτό ο φιλόσοφος προτρέπει να πούμε ναι στην δημιουργική μεταφορά, στην θέληση, στην οδύνη και να ζήσουμε με τον τρόπο της τέχνης. Χαρακτηριστικά, κλείνοντας, είναι τα λογοτεχνικά του λόγια από την Γέννηση Της Τραγωδίας: «Ναι, φίλοι μου, πιστέψτε μαζί μου στην διονυσιακή ζωή… Η εποχή του σωκρατικού ανθρώπου πέρασε΄ στεφανωθείτε με κισσό, πάρτε θύρσους στα χέρια σας, και μην παραξενεύεστε αν η τίγρης και ο πάνθηρας έρθουνε να τριφτούν στα πόδια σας. Τολμήστε το τώρα, να είστε τραγικοί άνθρωποι: Γιατί πρέπει να λυτρωθείτε».

Βιβλιογραφία:

Friedrich Nietzsche, η αλήθεια και η ερμηνεία, περί αλήθειας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια, μετάφραση Θεόδωρος Πενολίδης, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991

Νίτσε: Η Γέννηση της Τραγωδίας, ή ελληνισμός και απαισιοδοξία, μετάφραση: Χρήστος Μαρσέλλος, εισαγωγή: Γιώργος Φαράκλας , επίμετρο: Μάρκος Τσέτσος και Πιέρ Όσμο, βιβλιοπωλείον της «Εστίας»