Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου.
Μαθήματα Πατριωτισμού απο τον …Στρατηγό Μακρυγιάννη !
Ο Μακρυγιάννης έχει μία μεγάλη ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του Διότι και στον νου και στην καρδιά και στην ψυχή του υπάρχει ένας ελληνικός κόσμος γεμάτος από ιδέες και συναισθήματα, που ψάχνει διέξοδο. Αυτός είναι και ο λόγοςπου στα ώριμα του χρόνια θα θελήσει να μάθει γράμματα και να κάνει αυτό «τογράψιμο το απελέκητο», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει.
Ο Μακρυγιάννης έχει την γνώμη πως είχαν γίνει πολλά λάθη στα πολεμικά καιμεταπολεμικά χρόνια και από στρατιωτικούς και από πολιτικούς αρχηγούς. Γι’ αυτόκαι τα τονίζει, όπως τονίζει και τα μεγάλα πολεμικά κατορθώματα τού ελληνικούλαού, με Θουκυδίδεια σκέψη! «Δια όλα αυτά γράφω εδώ…», επισημαίνει, «δια ναχρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν διατην πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή… Χωρίς αρετή και πόνο ειςτην πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν». Μία συμβουλήπρος τους σημερινούς ταγούς, που οι περισσότεροι φαίνεται να την έχουν ξεχάσει!
Ο Μακρυγιάννης αποτελεί μία μοναδικήπερίπτωση αγωνιστή και πολιτικού άνδρα στην ιστορία τής επαναστάσεως τού 1821!Με έργο μεγάλο και λόγο μεστό! Με πάθος έκφρασης. Με λόγια γεμάτα πειθώ, θέρμηκαι πίστη, με τα οποία απευθύνεται σε όλους, συμπολεμιστές, άρχοντες και απλόλαό, συμβουλεύοντας για τις ενέργειες σε κάθε μάχη, επαινώντας κάθε σωστήπράξη και καυτηριάζοντας κάθε κακή ενέργεια. Μετά το τέλος τού πολέμου, στα1829, ο Μακρυγιάννης σε ηλικία τριάντα δύο ετών, έχοντας ήδη γίνει στρατηγός,θα μάθει γράμματα και θ’ αρχίσει να συγγράφει τα Απομνημονεύματα του. Το γιατίμας το λέει ο ίδιος με μεγάλη ταπεινοφροσύνη και πλήρη επίγνωση της αδεξιότηταςτου, χαρίζοντας με αυτόν τον τρόπο, όπως ο Θουκυδίδης στο έθνος του ένα «κτήμαες αιεί». «Δεν έπρεπε να έμπω εις αυτό το έργον ένας αγράμματος», γράφει οΜακρυγιάννης «να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούςτής κοινωνίας και να τους βάλω σε βάρος, να τους κινώ την περιέργεια τους καινα χάνουν τις πολύτιμες στιμές εις αυτά».
Ο σκοπός τής συγγραφής τού Μακρυγιάννη είναι πάνω απόόλα λοιπόν διδακτικός, για να μάθουν οι μεταγενέστεροι όχι μόνο από τα κατορθώματατων προγόνων τους, αλλά και από τα σφάλματα τους. Για τον Μακρυγιάννη, όπως γιατον Θουκυδίδη, τα έργα των ανθρώπων πρέπει να χρησιμεύσουν για την παιδεία τούελληνικού έθνους.
Από πού όμως αντλεί υλικό ο Μακρυγιάννης; Ό,τιγνωρίζει για την αρχαία ελληνική ιστορία, το πιο πιθανό είναι πως τα είχεακούσει από μορφωμένους τής εποχής του. Από τον Όμηρο ξέρει τον Αχιλλέα. Ξέρειακόμα λίγους στρατηγούς και λιγότερους πολιτικούς, καθώς και τα ονόματα τούΣωκράτη και του Πλάτωνα.
Κι όμως ο Μακρυγιάννης δεν έμεινε ένας απλός λαϊκόςαφηγητής τών πραγμάτων. Στοχάσθηκε βαθιά πάνω στα έργα τού Θεού και τωνανθρώπων, με λόγια παρόμοια με των μεγάλων αρχαίων προγόνων μας, τους οποίουςόμως δεν γνώριζε, διότι ήταν αγράμματος. Γράφει για παράδειγμα κάπου ο αγνόςπατριώτης: «Όσο αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ τίποτας! Να ‘ρθει ένας να μουπει ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στέργομαι να μου βγάλει και τα δυο μάτια·ότι, αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι ηπατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ‘χω, στραβός θε να είμαι, ότι σ’ αυτείνη θαζήσω». Κι όμως, η σκέψη τού Μακρυγιάννη σε αυτό το σημείο είναι ίδια με τουΘουκυδίδη, όταν ο Περικλής στον «Επιτάφιο» λέει: «εγώ πιστεύω πως όταν η πόληπροκόβει ως σύνολο, ωφελεί τα άτομα περισσότερο παρά όταν τα άτομα σ’ αυτήνευτυχούν, η ίδια όμως ως σύνολο καταστρέφεται· γιατί όταν ένας πολίτης ευτυχείως άτομο, όταν καταστραφεί η πατρίδα του, χάνεται κι αυτός το ίδιο μαζί της,ενώ, αν κακοτυχεί μέσα σε μια πόλη που ευτυχεί, σώζεται και ο ίδιοςευκολότερα»… Δεν έχω ακούσει παρόμοια λόγια σήμερα από πολιτικούς, παρά μόνο τοπαρανοϊκό υπουργικό «δεν με ενδιαφέρει αν χαθούν οι Έλληνες, με ενδιαφέρει ναμη χαθεί η πατρίδα!!!», το οποίο βέβαια είναι τελείως διαφορετικό, διότιπολιτεία χωρίς πολίτες είναι μια νεκρή πολιτεία.
Ο Μακρυγιάννης επίσης χρησιμοποιεί την λέξη «αρετή», με την ίδια σημασία καιπεριεχόμενο που της έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή και την πολεμική και τηνπολιτική και την ηθική σημασία. Έλεγε συγκεκριμένα κάτι που σήμερα φαντάζειτόσο μακρυνό για να υπάρχει σε στόματα πολιτικών. Την πίστη στον Θεό και την αγάπηστην πατρίδα: «Εσύ, Κύριε, θ’ αναστήσεις τους πεθαμένους Έλληνες, τουςαπογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’αρετή. Και με τη δύναμη Σου και τη δικαιοσύνη Σου θέλεις να ξαναζωντανέψειςτους πεθαμένους. Και η απόφαση Σου η δίκια είναι να ματαειπωθεί Ελλάς, ναλαμπρυνθεί αυτείνη και η θρησκεία τού Χριστού, και να υπάρξουν οι τίμιοι καιαγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού περασπίζονται το δίκιον».
Η αγάπη όμως του Μακρυγιάννη δε γνωρίζει όρια, όταν μιλεί για τον απλό λαό, πουείχε πάρει μέρος στον Αγώνα, τους αθάνατους Έλληνες, τον ευλογημένο λαό τήςΕλλάδας, όπως συνεχώς τούς χαρακτηρίζει! «Πατρίς», γράφει «να μακαρίζεις όλουςτους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλημίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη από τον κατάλογον τών εθνών.Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις τηνΑλαμάνα πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κι εκείνους που αποφασίστηκαν καικλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κιεκείνους οπού λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες εις τα Βασιλικά, κι εκείνουςοπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου… Αυτείνοι σεανάστησαν»… Σήμερα αυτούς τούς Έλληνες τους έχουν εξοστρακίσει από την ελληνικήιστορία. Γι’ αυτό ο Νίκος Γκάτσος γράφει στα «κατά Μάρκον» «στην παλιά μας τηνφυλλάδα (εννοεί παλιοφυλλάδα), που διαβάσαμε ξανά, τέτοιο όνομα, Ελλάδα, δενυπάρχει πουθενά»!
Όμως σήμερα ζούμε και μία κατάσταση, που θυμίζει πολύ την μεταπελευθερωτικήπερίοδο. Τότε ο Μακρυγιάννης έβλεπε γύρω του τους παλιούς αγωνιστές ναγυρίζουν στους δρόμους γυμνοί και ξυπόλητοι, και τις χήρες των νεκρών τούπολέμου και τα ορφανά παιδιά τους να ζητιανεύουν. Παρόμοιες εικόνες ζούμε καισήμερα, βλέποντας Έλληνες τους οποίους οι πολιτικοί κατέστρεψαν και τουςανάγκασαν να ζουν στον δρόμο, να ψάχνουν στα σκουπίδια και να τρώνε στασυσσίτια. Όμως τότε ο Μακρυγιάννης έκανε κάτι που σήμερα είναι αδιανόητο για ταπολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς(Με εξαιρέσεις). Αποφάσισε ο σπουδαίος αυτόςΈλληνας να βοηθήσει με κάθε τρόπο τον απλό λαό, από τον οποίο προέρχεται και οίδιος και για τον οποίο νοιώθει μιαν απέραντη αγάπη. Διότι αυτό το ανώνυμοπλήθος τού ελληνικού λαού κατασπατάλησε την περιουσία του και την ζωή του γιατον Αγώνα χωρίς καμμία ιδιοτέλεια και έφθασε τελικά στο σημείο να δυστυχεί απότην ανικανότητα ή και από την αδυναμία τών πολιτικών αρχών να τους παρασταθούν.Τι κάνει λοιπόν ο Μακρυγιάννης; Δεν περιορίζεται μόνο σε λόγια διαμαρτυρίας,όπως πολλοί κάνουν σήμερα υποκριτικά και εκ τού ασφαλούς πολλοί πολιτικοί αλλάγια να ανακουφίσει τους πονεμένους αγωνιστές και τις ορφανεμένες οικογένειες,στα 1835 κάνει μιαν αναφορά στην Κυβέρνηση: «Επειδήτις όσοι αγωνίστηκανπεθαίνουν από την πείναν και την ταλαιπωρίαν, καθώς και χήρες τών σκοτωμένωνκαι παιδιά τους, τον μιστόν οπού μου δίνετε διατάξετε να μου κοπεί όλος και νατον δίνετε εις τους αγωνιστάς και χήρες κι αρφανά τών σκοτωμένων. Αποφασίζω ναδικαιώσω τους αδικημένους». Μία φράση που, χωρίς να το γνωρίζει, υπήρχε σταπολιτικά κείμενα και στους επιτάφιους λόγους του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα,που συνεχώς ανέφεραν πως ένα από τα καυχήματα της αθηναϊκής δημοκρατίας ήτανότι κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να βοηθεί τους αδικημένους. Ο Μακρυγιάννης,όμως, ως πραγματικός δημοκράτης αγωνιστής ο οποίος έχει επίγνωση τώνδικαιωμάτων ενός λαού που πολέμησε και τυραννήθηκε, λέει προφητικά… «Από δικαιοσύνηδιψάγει η πατρίδα και ’λικρίνεια· όποιοι την κυβερνούνε, ο Θεός να τους φωτίσεικαι να τους οδηγήσει εις αυτό». Και γνωρίζοντας την διαχρονική κοροϊδία τώνκυβερνώντων ο Μακρυγιάννης ζητεί συνεχώς να γίνουν νόμοι «στέρεοι καιπατρικοί», γνωρίζοντας πως μόνο η ευνομία σώζει τους λαούς. Λέει συγκεκριμένα…«δεν ήθελα χρήματα και βιό, ήθελα σύνταμα για την πατρίδα μου, να κυβερνηθεί μενόμους και όχι με το έτσι θέλω», δείχνοντας με το δάκτυλο αυτούς που σήμεραψήφισαν τον νόμο «περί ευθύνης υπουργών», αυτούς που αγνόησαν τα σκάνδαλα καιαυτούς που μας οδήγησαν με τις άφρονες πράξεις τους στο ΔΝΤ.
Ο πιο σημαντικός όμως στοχασμός τού Μακρυγιάννη, είναιαυτός, με τον οποίο κλείνω τούτες τις σκέψεις και που θα έπρεπε υποχρεωτικά νατον μαθαίνουν τα ελληνόπουλα στα σχολεία, για να γίνει οδηγός της μετέπειταπολιτικής τους ζωής. Κάτι που πρέπει να έχουν στο μυαλό τους και οι πολιτικοί,στους οποίους δίνω ευχή για το νέο έτος να κάνουν πράξη ως τελευταία τουςευκαιρία, την απόδοση δικαιοσύνης, την τιμωρία τών πραγματικών ενόχων και ναπάψουν να φροντίζουν μόνο το «εγώ» τους! «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοιμαζί, και σοφοί και αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί καιστρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν αναλόγως οκαθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, και να μη λέγειούτε ο δυνατός εγώ, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς εγώ; Όταναγωνιστεί μόνος του και φτιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ. Όταν όμως αγωνίζονταιπολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε εμείς. Είμαστε εις το εμείς και όχι εις το εγώ!»…
Μαθήματα Πατριωτισμού απο τον …Στρατηγό Μακρυγιάννη !
Ο Μακρυγιάννης έχει μία μεγάλη ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του Διότι και στον νου και στην καρδιά και στην ψυχή του υπάρχει ένας ελληνικός κόσμος γεμάτος από ιδέες και συναισθήματα, που ψάχνει διέξοδο. Αυτός είναι και ο λόγοςπου στα ώριμα του χρόνια θα θελήσει να μάθει γράμματα και να κάνει αυτό «τογράψιμο το απελέκητο», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει.
Ο Μακρυγιάννης έχει την γνώμη πως είχαν γίνει πολλά λάθη στα πολεμικά καιμεταπολεμικά χρόνια και από στρατιωτικούς και από πολιτικούς αρχηγούς. Γι’ αυτόκαι τα τονίζει, όπως τονίζει και τα μεγάλα πολεμικά κατορθώματα τού ελληνικούλαού, με Θουκυδίδεια σκέψη! «Δια όλα αυτά γράφω εδώ…», επισημαίνει, «δια ναχρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν διατην πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή… Χωρίς αρετή και πόνο ειςτην πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν». Μία συμβουλήπρος τους σημερινούς ταγούς, που οι περισσότεροι φαίνεται να την έχουν ξεχάσει!
Ο Μακρυγιάννης αποτελεί μία μοναδικήπερίπτωση αγωνιστή και πολιτικού άνδρα στην ιστορία τής επαναστάσεως τού 1821!Με έργο μεγάλο και λόγο μεστό! Με πάθος έκφρασης. Με λόγια γεμάτα πειθώ, θέρμηκαι πίστη, με τα οποία απευθύνεται σε όλους, συμπολεμιστές, άρχοντες και απλόλαό, συμβουλεύοντας για τις ενέργειες σε κάθε μάχη, επαινώντας κάθε σωστήπράξη και καυτηριάζοντας κάθε κακή ενέργεια. Μετά το τέλος τού πολέμου, στα1829, ο Μακρυγιάννης σε ηλικία τριάντα δύο ετών, έχοντας ήδη γίνει στρατηγός,θα μάθει γράμματα και θ’ αρχίσει να συγγράφει τα Απομνημονεύματα του. Το γιατίμας το λέει ο ίδιος με μεγάλη ταπεινοφροσύνη και πλήρη επίγνωση της αδεξιότηταςτου, χαρίζοντας με αυτόν τον τρόπο, όπως ο Θουκυδίδης στο έθνος του ένα «κτήμαες αιεί». «Δεν έπρεπε να έμπω εις αυτό το έργον ένας αγράμματος», γράφει οΜακρυγιάννης «να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούςτής κοινωνίας και να τους βάλω σε βάρος, να τους κινώ την περιέργεια τους καινα χάνουν τις πολύτιμες στιμές εις αυτά».
Ο σκοπός τής συγγραφής τού Μακρυγιάννη είναι πάνω απόόλα λοιπόν διδακτικός, για να μάθουν οι μεταγενέστεροι όχι μόνο από τα κατορθώματατων προγόνων τους, αλλά και από τα σφάλματα τους. Για τον Μακρυγιάννη, όπως γιατον Θουκυδίδη, τα έργα των ανθρώπων πρέπει να χρησιμεύσουν για την παιδεία τούελληνικού έθνους.
Από πού όμως αντλεί υλικό ο Μακρυγιάννης; Ό,τιγνωρίζει για την αρχαία ελληνική ιστορία, το πιο πιθανό είναι πως τα είχεακούσει από μορφωμένους τής εποχής του. Από τον Όμηρο ξέρει τον Αχιλλέα. Ξέρειακόμα λίγους στρατηγούς και λιγότερους πολιτικούς, καθώς και τα ονόματα τούΣωκράτη και του Πλάτωνα.
Κι όμως ο Μακρυγιάννης δεν έμεινε ένας απλός λαϊκόςαφηγητής τών πραγμάτων. Στοχάσθηκε βαθιά πάνω στα έργα τού Θεού και τωνανθρώπων, με λόγια παρόμοια με των μεγάλων αρχαίων προγόνων μας, τους οποίουςόμως δεν γνώριζε, διότι ήταν αγράμματος. Γράφει για παράδειγμα κάπου ο αγνόςπατριώτης: «Όσο αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ τίποτας! Να ‘ρθει ένας να μουπει ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στέργομαι να μου βγάλει και τα δυο μάτια·ότι, αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι ηπατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ‘χω, στραβός θε να είμαι, ότι σ’ αυτείνη θαζήσω». Κι όμως, η σκέψη τού Μακρυγιάννη σε αυτό το σημείο είναι ίδια με τουΘουκυδίδη, όταν ο Περικλής στον «Επιτάφιο» λέει: «εγώ πιστεύω πως όταν η πόληπροκόβει ως σύνολο, ωφελεί τα άτομα περισσότερο παρά όταν τα άτομα σ’ αυτήνευτυχούν, η ίδια όμως ως σύνολο καταστρέφεται· γιατί όταν ένας πολίτης ευτυχείως άτομο, όταν καταστραφεί η πατρίδα του, χάνεται κι αυτός το ίδιο μαζί της,ενώ, αν κακοτυχεί μέσα σε μια πόλη που ευτυχεί, σώζεται και ο ίδιοςευκολότερα»… Δεν έχω ακούσει παρόμοια λόγια σήμερα από πολιτικούς, παρά μόνο τοπαρανοϊκό υπουργικό «δεν με ενδιαφέρει αν χαθούν οι Έλληνες, με ενδιαφέρει ναμη χαθεί η πατρίδα!!!», το οποίο βέβαια είναι τελείως διαφορετικό, διότιπολιτεία χωρίς πολίτες είναι μια νεκρή πολιτεία.
Ο Μακρυγιάννης επίσης χρησιμοποιεί την λέξη «αρετή», με την ίδια σημασία καιπεριεχόμενο που της έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή και την πολεμική και τηνπολιτική και την ηθική σημασία. Έλεγε συγκεκριμένα κάτι που σήμερα φαντάζειτόσο μακρυνό για να υπάρχει σε στόματα πολιτικών. Την πίστη στον Θεό και την αγάπηστην πατρίδα: «Εσύ, Κύριε, θ’ αναστήσεις τους πεθαμένους Έλληνες, τουςαπογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’αρετή. Και με τη δύναμη Σου και τη δικαιοσύνη Σου θέλεις να ξαναζωντανέψειςτους πεθαμένους. Και η απόφαση Σου η δίκια είναι να ματαειπωθεί Ελλάς, ναλαμπρυνθεί αυτείνη και η θρησκεία τού Χριστού, και να υπάρξουν οι τίμιοι καιαγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού περασπίζονται το δίκιον».
Η αγάπη όμως του Μακρυγιάννη δε γνωρίζει όρια, όταν μιλεί για τον απλό λαό, πουείχε πάρει μέρος στον Αγώνα, τους αθάνατους Έλληνες, τον ευλογημένο λαό τήςΕλλάδας, όπως συνεχώς τούς χαρακτηρίζει! «Πατρίς», γράφει «να μακαρίζεις όλουςτους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλημίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη από τον κατάλογον τών εθνών.Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις τηνΑλαμάνα πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κι εκείνους που αποφασίστηκαν καικλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κιεκείνους οπού λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες εις τα Βασιλικά, κι εκείνουςοπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου… Αυτείνοι σεανάστησαν»… Σήμερα αυτούς τούς Έλληνες τους έχουν εξοστρακίσει από την ελληνικήιστορία. Γι’ αυτό ο Νίκος Γκάτσος γράφει στα «κατά Μάρκον» «στην παλιά μας τηνφυλλάδα (εννοεί παλιοφυλλάδα), που διαβάσαμε ξανά, τέτοιο όνομα, Ελλάδα, δενυπάρχει πουθενά»!
Όμως σήμερα ζούμε και μία κατάσταση, που θυμίζει πολύ την μεταπελευθερωτικήπερίοδο. Τότε ο Μακρυγιάννης έβλεπε γύρω του τους παλιούς αγωνιστές ναγυρίζουν στους δρόμους γυμνοί και ξυπόλητοι, και τις χήρες των νεκρών τούπολέμου και τα ορφανά παιδιά τους να ζητιανεύουν. Παρόμοιες εικόνες ζούμε καισήμερα, βλέποντας Έλληνες τους οποίους οι πολιτικοί κατέστρεψαν και τουςανάγκασαν να ζουν στον δρόμο, να ψάχνουν στα σκουπίδια και να τρώνε στασυσσίτια. Όμως τότε ο Μακρυγιάννης έκανε κάτι που σήμερα είναι αδιανόητο για ταπολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς(Με εξαιρέσεις). Αποφάσισε ο σπουδαίος αυτόςΈλληνας να βοηθήσει με κάθε τρόπο τον απλό λαό, από τον οποίο προέρχεται και οίδιος και για τον οποίο νοιώθει μιαν απέραντη αγάπη. Διότι αυτό το ανώνυμοπλήθος τού ελληνικού λαού κατασπατάλησε την περιουσία του και την ζωή του γιατον Αγώνα χωρίς καμμία ιδιοτέλεια και έφθασε τελικά στο σημείο να δυστυχεί απότην ανικανότητα ή και από την αδυναμία τών πολιτικών αρχών να τους παρασταθούν.Τι κάνει λοιπόν ο Μακρυγιάννης; Δεν περιορίζεται μόνο σε λόγια διαμαρτυρίας,όπως πολλοί κάνουν σήμερα υποκριτικά και εκ τού ασφαλούς πολλοί πολιτικοί αλλάγια να ανακουφίσει τους πονεμένους αγωνιστές και τις ορφανεμένες οικογένειες,στα 1835 κάνει μιαν αναφορά στην Κυβέρνηση: «Επειδήτις όσοι αγωνίστηκανπεθαίνουν από την πείναν και την ταλαιπωρίαν, καθώς και χήρες τών σκοτωμένωνκαι παιδιά τους, τον μιστόν οπού μου δίνετε διατάξετε να μου κοπεί όλος και νατον δίνετε εις τους αγωνιστάς και χήρες κι αρφανά τών σκοτωμένων. Αποφασίζω ναδικαιώσω τους αδικημένους». Μία φράση που, χωρίς να το γνωρίζει, υπήρχε σταπολιτικά κείμενα και στους επιτάφιους λόγους του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα,που συνεχώς ανέφεραν πως ένα από τα καυχήματα της αθηναϊκής δημοκρατίας ήτανότι κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να βοηθεί τους αδικημένους. Ο Μακρυγιάννης,όμως, ως πραγματικός δημοκράτης αγωνιστής ο οποίος έχει επίγνωση τώνδικαιωμάτων ενός λαού που πολέμησε και τυραννήθηκε, λέει προφητικά… «Από δικαιοσύνηδιψάγει η πατρίδα και ’λικρίνεια· όποιοι την κυβερνούνε, ο Θεός να τους φωτίσεικαι να τους οδηγήσει εις αυτό». Και γνωρίζοντας την διαχρονική κοροϊδία τώνκυβερνώντων ο Μακρυγιάννης ζητεί συνεχώς να γίνουν νόμοι «στέρεοι καιπατρικοί», γνωρίζοντας πως μόνο η ευνομία σώζει τους λαούς. Λέει συγκεκριμένα…«δεν ήθελα χρήματα και βιό, ήθελα σύνταμα για την πατρίδα μου, να κυβερνηθεί μενόμους και όχι με το έτσι θέλω», δείχνοντας με το δάκτυλο αυτούς που σήμεραψήφισαν τον νόμο «περί ευθύνης υπουργών», αυτούς που αγνόησαν τα σκάνδαλα καιαυτούς που μας οδήγησαν με τις άφρονες πράξεις τους στο ΔΝΤ.
Ο πιο σημαντικός όμως στοχασμός τού Μακρυγιάννη, είναιαυτός, με τον οποίο κλείνω τούτες τις σκέψεις και που θα έπρεπε υποχρεωτικά νατον μαθαίνουν τα ελληνόπουλα στα σχολεία, για να γίνει οδηγός της μετέπειταπολιτικής τους ζωής. Κάτι που πρέπει να έχουν στο μυαλό τους και οι πολιτικοί,στους οποίους δίνω ευχή για το νέο έτος να κάνουν πράξη ως τελευταία τουςευκαιρία, την απόδοση δικαιοσύνης, την τιμωρία τών πραγματικών ενόχων και ναπάψουν να φροντίζουν μόνο το «εγώ» τους! «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοιμαζί, και σοφοί και αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί καιστρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν αναλόγως οκαθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, και να μη λέγειούτε ο δυνατός εγώ, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς εγώ; Όταναγωνιστεί μόνος του και φτιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ. Όταν όμως αγωνίζονταιπολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε εμείς. Είμαστε εις το εμείς και όχι εις το εγώ!»…