Του Γιώργου Μανωλόπουλου*
“Διό και ο φιλόμυθος, φιλόσοφος πως εστίν, ο γαρ μύθος σύγκειται εκ θαυμασίων.” - Αριστοτέλης «Μετά τα Φυσικά»
Σε Πλατωνικούς όρους, η ερμηνεία μετουσιώνεται: «Ο εραστής του μύθου είναι κατά μία έννοια φιλόσοφος, γιατί ο μύθος συντίθεται από θαύματα». Η Πλατωνική θεώρηση, είναι η πλέον αρμόζουσα στην κατανόησή της, επειδή εγγίζει τα όρια της αδυνατότητας (Ιmpotence) του Λόγου, το ορόσημο όπου το επιστητό δεν γίνεται επιστήμη. Θαυμάζουμε, αυτό που υπερβαίνει τη γνωστική αντίληψη του μέτρου, και εναντιώνεται στη συμβατική βίωση του «κανονικού». Ο πλατωνικός μύθος «ανευρίσκει» τον ομφάλιο λώρο μας με το Όν, που αποκόπηκε με αντάλλαγμα την ελευθερία.
Ο Πλάτων χρησιμοποιεί τον ρηματικό τύπο της λέξης-θαύματα- γιατί δίδει έμφαση στον φορέα της ενέργειας. Ταυτόχρονα, στον λανθάνοντα ερωτισμό της φράσης, τονίζεται εμμέσως και η απαρχή της φιλοσοφίας:
"... μάλα γάρ φιλοσόφου τούτο το πάθος, το θαυμάζειν. ου γάρ άλλη αρχή φιλοσοφίας ή αύτη"
(Πλάτωνας, Θεαίτητος 155d)
Η παρουσία του μύθου, συνδέεται νομοτελειακά με την «αναπαραγωγή» της γνωστικής συνείδησης, και την εγγενή αδυναμία ερμηνείας της φυσικής τάξης στην αυγή της οντολογικής καταξίωσης του ανθρώπου, μέσα στον μύθο περικλείονται τα αρχέτυπα της εξέλιξης και οι εμπειρίες που εβίωσαν οι προπάτορές μας.
Εξ ίσου στον μύθο, ανευρίσκεται και η «ευγενής πλάνη» που όρισε τον «Ήρωα» να μάχεται την αδυναμία, ισορροπώντας ενορμητικώς μεταξύ θνητότητας και αλήθειας, αγωνίας και ελπίδας, ως εν δυνάμει homo viator στην ταξιθέτηση της φυσικής αταξίας του ανθρώπου.
Κατάληξη, ο αναγκαίος και ικανός μεταπλαστός homo errans, που από την τραγικότητα του θεόθεν αλήτη, εξακοντίζεται στην αποθέωση της Αρετής. Ο Ηρωας ενσαρκώνει το «Εν» του Ηρακλείτου συνθέτοντας τον ίμερομε τον θάνατο, και συνδέοντας το όνομά του με κάποιον αστερισμό.
Εάν αναζητήσουμε στην πλειάδα των Ηρώων της ελληνικής μυθιστορίας, την αιτία των ενεργημάτων που οδηγεί στην πρόκληση της κατά Σοφοκλήν φθοράς, θα διαπιστώσουμε δύο εξακολουθητικές συστοιχίες ορμεμφύτων, και δύο συνακόλουθες απολήξεις που όσο και αν φαίνεται παράξενο, αποτελούν ουσιώδη απόρροια των ιδιοτήτων του νου.
Η πρώτη συστοιχία σχετίζεται με τη μορφοποιητική ικανότητα του πνεύματος, την δυνατότητα δηλαδή της σήμανσης και σύνθεσης των αισθητών πραγμάτων στη γνωστική διαδικασία. Η δυνατότητα αυτή, αποκαλύπτει τους περιορισμούς της ανθρώπινης ύπαρξης, στην μη πληρότητα των κτήσεων και στη γνώση της Αλήθειας. Η δεύτερη, σχετίζεται με την αναφορική ικανότητα του νου, την δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή, στη συνεχή ρευστότητα της φύσης και της ζωής. Η διαδικασία αυτή δεν είναι παρά ο συνδυασμός θέσης και αντίθεσης, των γενεσιουργών του, κατά τον Ηράκλειτο, Ενός.
Από την προηγούμενη ανάλυση προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα που αποκαθιστούν την Ελληνική «μυθιστορία» στην ορθή βάση. Σε αντίθεση δηλαδή με την υπερβατικότητα, θρησκοληψία, και εσωτερικότητα των μύθων της ανατολής, ο αρχαιοελληνικός μύθος ερείδεται στο ανθρωποκεντρικό οικοδόμημα που γέννησε τόσο τη φιλοσοφία, όσο και την τέχνη.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι, ότι ο Ελληνικός « Ήρωας» γνωρίζει μεν αλλά δεν αποδέχεται. Η γνώση τον καθιστά έμφρονα, αλλά η άρνηση είναι αυτή που τον καταξιώνει. Η αθανασία αποτελεί την προνομία μόνο των θεών, αυτό είναι και ρητό και σαφές, αλλά συγχρόνως τον σκανδαλίζει, τον θέτει σε οντολογική δοκιμασία, τον προκαλεί τέλος, να συναντήσει την μοίρα του σε χρόνο και τόπο που αυτός θα ορίσει.
Το δεύτερο, είναι οτι το κίνητρο της μη αποδοχής, πηγάζει από την αρχέγονη ενοχή που θέλει τον άνθρωπο σημαδεμένο από την Οντική χειραφέτηση και την ατέλεια της καταγωγής του. Πράγματι, ο άνθρωπος καθώς και παν στη φύση, υπακούουν στην ηγεμονία των «ετερωνύμων».
Από τα δίπολα και τις ιοντικές ενώσεις των βιοχημικών διεργασιών μέχρι τις νοητικές επαγωγές και τα απεικάσματα των στοχασμών, όλα υπακούουν σε συνθήκες αναγκαίες και ικανές, όλα πορεύονται έχοντας ως πυξίδα το πρέπει και αρκεί, ως όλα, να ήταν μία διατεταγμένη, κατά τον Ευκλείδη, γεωμετρική κατασκευή.
Ο Ελληνικός ήρωας συνεπώς, βιώνει την αντίφαση –κατά την παράδοση των Ορφικών- που τον οδηγείανυπόδητο στην κόψη του σπαθιού και πάνοπλο τη στιγμή της Εξόδου. Κατά μία άποψη, Η «ευγενής» πλάνη στη θεωρία της ανάμνησης του Πλάτωνα, εξηγεί την καταθλιπτική διαδικασία που συντελείται προοδευτικά στην πορεία της πλειονότητας των ηρώων στην αρχαιοελληνική παράδοση. Η συνειδητοποίηση του φυσικού κακού, η αδυναμία εξάλειψής του, αλλά και η άρνηση αποδοχής του, οδήγησαν την Ελληνικότητα στη μετακύληση της ενοχής και του άχθους, στην τέχνη, δημιουργώντας τον τραγικό ήρωα και την αναπόφευκτη μελαγχολία του. Η αποκοπή από την ουσία, είναι μία εν δυνάμει «αναγέννηση» και όπως κάθε γέννηση, είναι τραυματική. Η αρχική οδύνη καταδείχνεται στην απάντηση του Σιληνού στο Μίδα, αλλά αναιρείται -κατά Nietzsche- στο χαρακτήρα του Ομηρικού Ήρωα (Γέννηση της Τραγωδίας). Η επιδίωξή τους είναι πάντα η χίμαιρα της αθανασίας, άρα η διάπραξη ύβρεως, άρα και η συνακόλουθη τραγικότητα. Ποιό είναι το στοιχείο της;
Η επιλογή να πράξουν αυτό που ήταν ταγμένο γι αυτούς ,εν αγνοίας τους.
Η διαπίστωση αυτή, αποτελεί και το αναμενόμενο τέλος, είτε με την έννοια του σκοπού, ή της κατάλυσης.
« Θα γίνει κανείς ό,τι είναι πλασμένος να γίνει, ό,τι επιβάλλει της ελευθερίας του το χρέος να γίνει, όταν ξεκινήσει από πολύ πιο πρώτες αφετηρίες και για πολύ πιο έσχατα τέρματα» (Homo Εducandus)
Η κατάθλιψη συνεπώς είναι αναπόφευκτη στα δρώμενα επί σκηνής, σε τρίτο πρόσωπο (βλέπω τον Αίαντα να αυτοκτονεί) -πάλι κατά τη γραφή του Δάσκαλου- αλλά επιτελείται η εξάλειψή της στους θεατές (κάθαρση). Η μετακύληση του φόβου του θανάτου, στο πεδίο της τέχνης στους Έλληνες δεν ήταν ούτε στιγμιαία, ούτε τυχαία. Αντίθετα, ήταν επακόλουθο της οδηγητικής προσταγής που όριζε ως προορισμό του ανθρώπου να ενστερνίζεται την Αρετή, και να εναγκαλίζεται την Ανδρεία, γι αυτό, μόνο η Ελληνικότητα διατύπωσε το ιδεώδες του Εσθλού.
« Η λέξη εσθλός έχοντας τη ρίζα της στο ρήμα ειμί σημαίνει εκείνον που ε ί ν α ι. Εκείνον που υπάρχει έξω από τις μεταβλητές του γίγνεσθαι, τις συνθήκες της ροής και τους όρους της κύκλησης.» (Homo Educandus)
Ανατρέχοντας στον Nietzsche, θα δούμε στη «Γενεαλογία της Ηθικής» να συνδέεται η ετυμολογική συγγένεια της λέξης εσθλός, με τον «αληθινό» διατυπώνοντας μία υπόθεση που σχετίζεται κατά τον συγγραφέα με την αρχαιοελληνική αριστοκρατία, θέλοντας να ενδύσει τις ιδιότητες των εννοιών με ταξικό περιεχόμενο. Κι ακόμα θα καταστεί φανερή, η διαστρέβλωση των εννοιών καλός, αρετή, ηθική από το εβραϊκό ιερατείο αρχικά, και το χριστιανικό αργότερα.
Το ιδεώδες του εσθλού, ενσαρκώνεται μόνο στον αρχαϊκό Ήρωα, που διακατέχεται από τον υπαρξιακό στασιασμό και την εφεκτικότητα αυτού που συνειδητοποιεί τη μοίρα του και δεν τη φοβάται. Μετά τον Nietzsche, εκείνος που αποκάλυψε την τραγικότητα του ήρωα, είναι ο Camus. Στο Σίσυφο, μπορούμε να βιώσουμε το «μαρτύριο» του ανθρώπου που είναι ελεύθερα πολιορκημένος, καταδικασμένος από τους θεούς μεν, αλλά συγκροτημένος, ακέραιος και όχι συντριμμένος. Όπως ο Προμηθέας στον Καύκασο, ο Ήρωας αναλίσκεται στην τιμωρία, αλλά διατηρεί ακέραια και αδιάβρωτη την ψυχή του επειδή ακριβώς περιβάλλεται την μοναδικότητα (ανωμαλία)-singularity- του εσθλού. Είναι προφανές, ότι ο «Ήρωας», με την αρχαϊκή σημασία, είναι ουσιαστικό κύριο και ουδέποτε προσηγορικό, με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να «καταστεί» Ήρωας, κρινόμενος εξ αποτελέσματος ή από την έξωθεν καλή μαρτυρία, δεν αρκεί ο βίος και η πολιτεία κάποιου, ακόμα και αν αυτή κυριαρχείται από σωφροσύνη και εντιμότητα, ή γενναιότητα στη μάχη για να χαρακτηρισθεί έτσι. Η αρμόζουσα προσηγορία στην περίπτωση αυτή τεκμαίρεται αβιάστως από τη συνομιλία του Σόλωνα με τον Κροίσο, όπου ο πρώτος ανάγει τον χρηστό βίο σε αναγκαία συνθήκη, για την μεταθανάτια καταξίωση, και συμπυκνώνεται στη λέξη «μακαριστός» αποδίδοντας την ορθή σημασία της ενδοκοσμικής αθανασίας και όχι της στρεβλής και μεταξιωμένης που διδάσκει το Ιερατείο σήμερα.
Αυτή η μοναδικότητα του εσθλού, απορρέει από την αρχέγονη γνώση που θέλει τον Άνθρωπο μετέχοντα θείας μοίρας, με τίμημα την οντολογική του αφοσίωση στην ακροβασία μεταξύ φθοράς και αθανασίας. Αποτελεί τηφίλια διαμάχη του Παρμενίδη με τον Ηράκλειτο, δημιουργεί τη σύζευξη του Είναι και του Μηδενός, την εικονική στατικότητα της μεταβολής, την ηδονική βίωση της ένωσης του ρόδου με τη φωτιά που εκθέτει στα «κουαρτέτα» ο Eliot.
Είναι τέλος, ο καθορισμός νομοτελειακά των ορίων μεταξύ ανάγκης και ελευθερίας, όπως μας δίδαξε ο Αναξίμανδρος.
Κι αυτή η μοναδικότητα, του εσθλού εκφράζει και την ειδοποιό διαφορά με το κοινό γένος των ανθρώπων που τρίβονται στα καθημερινά κι ανούσια, που κι αν αξιωθούν από τη μοίρα να συμμετάσχουν στα δρώμενα, θα παραμένουν σκιές φευγαλέες, θα αφομοιωθούν από τα παράπλευρα απότοκα της Ύβρεως, με τις ψυχές τους
Που έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς (Σεφέρης)
μη μπορώντας και μη θέλοντας να ερμηνεύσουν, το βλέμμα του Αχιλλέα, στον «πορφυρό» Σκάμανδρο, το νόημα της αυτοχειρίας του Αίαντα, το θρήνο της Εκάβης στο άψυχο σώμα του Αστυάνακτα
Ένθεν εκγελά οστέων ραγέντων φόνος (Ευριπίδης)
το παραλήρημα του μαινόμενου Ηρακλή, την «προδοσία» του Ιάσωνα στο dextrarum junctio με τη Μήδεια, τη δοκιμασία του Ορέστη στις Χοηφόρες,
Αλλά ποιος θεός ειδοποίησε τον Ορέστη να μη γεννηθεί από τον ατιμασμένο πατέρα και τη μοιχαλίδα μητέρα (Εξυπνον Ενύπνιον)
την καρτερία, τέλος του Οδυσσέα λίγο πριν τη μνηστηροφονία.
Οριοθετήσαμε την παρουσία του Ήρωα μεταξύ αυτού που είναι αληθινό και του πραγματικού, ανάμεσα στοαναγκαίο και το ανθρώπινο.
Το αληθινό προσδιορίζεται, προφέροντας το όνομά του, που προϋποθέτει γνώση της ουσίας του. Συνάμα, το όνομα χαρακτηρίζει και την καταγωγή άρα και την ex-ante επιλογή. Ο Ήρωας προεπιλέγεται από τη μοίρα, είναι επώνυμος και οφείλει να τιμήσει με τις πράξεις του το πεπρωμένο, έστω κι αν αυτό προδηλώνει τον αφανισμό.
Ο Οδυσσέας, μπροστά στην τερατώδη και γιγάντια μορφή του Πολύφημου, σαν σε κάτοπτρο, αντικρίζει το είδωλό του στην οιονεί ανυπαρξία, συνειδητοποιεί την πτώση του στο Μηδέν, γνωρίζει το αρχέγονο id και στο τέλος, με τη νίκη του μηδενίζει το Μηδέν και τότε αποκαλύπτει περήφανα το όνομά του,
τότε υψώνεται στο Είναι, παύει να είναι ο Ούτις και γίνεται ο επώνυμος και ο ενώνυμος,ο ορισμένος άνθρωπος(Έξυπνον Ενύπνιον).
Κατ’ αναλογία και η ερώτηση της σφίγγας δεν αποσκοπεί στην αποκάλυψη απλώς, των ζωικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος, εκείνο που επιζητείται είναι το «όνομα» του ανθρώπου ως νοήμονος οντολογικής μοναδικότητας. Όταν ο Οιδίπους εκφέρει το «Άνθρωπον λέγεις», ονοματίζει το Αληθινό άραγνώρισε, έμαθε πρέπει και να πάθει. Στην κορύφωση του δράματος ο Οιδίπους παρασυρμένος από τους ολοφυρμούς της θνησιγενούς ένεκα του λοιμού πόλης του, θα προκαλέσει την αλήθεια και η έκθεσή του στο φως, θα επιφέρει την αυτοτύφλωση.
Ο Ίκαρος, λυτρωμένος από τα δεσμά του λαβυρίνθου και παρακούοντας τις προσταγές του πατέρα του, θα πετάξει προς τον ήλιο. Δεν είναι αποκοτιά, αφροσύνη ή διανοητική αστοχία η πράξη του. Στον λαβύρινθο, πριν τον Θησέα, ο Ίκαρος θα «γνωρίσει» και αυτός το Μηδέν απέναντι στον θηριώδη Μινώταυρο, με τις καταστροφικές ενορμήσεις του και συγκρούσεις, αποζητώντας την αρχέγονη φύση του, στον ίδιο χώρο που δοκιμάστηκε αργότερα ο Θησέας. Τον πρώτο, σώζει λυτρωτικά η επίνοια της πατρικής μορφής, τον δεύτερο, εξ ίσου λυτρωτικά, ο έρωτας της Αριάδνης. Και οι δύο, γνώρισαν, έμαθαν πρέπει και να πάθουν. Το τίμημα, διαφορετικό μεν, αλλά κοινός όρος, η «απώλεια». Κατά μία έννοια, και η πτήση του Ίκαρου δεν είναι παρά η ανύψωση του ανθρώπου από το Είναι στο Υπάρχειν, στην προσπάθεια να προσεγγίσουμε την ουσία του Όντος (Ήλιος) αντί να νοιώσουμε τη δύναμή του ανάμεσά μας, ακολουθώντας ποιητικά, τα βήματα του Saint-John Perse. Όμως το αληθινό, συγκεκριμενοποιείται μόνο στην απροσδιοριστία κατά Heisenberg της οντικής αυγής, συνεπώς, η Νέμεση εκδίδει την «ορισμένη» ετυμηγορία για τη μοίρα του Ήρωα, -του ακροβάτη της ακμής-κατά τον Δάσκαλο.
Το πραγματικό καθορίζει την Ανάγκη, η οποία κρατεί γαρ πάντων κατά τον Θαλή, και αυτή με τη σειρά της, την εντροπία της κοσμικής ενότητας, την δικονομική ευταξία στην αναπότρεπτη κρίση του δικαστή χρόνου, την αμφιέρειστη στο Μηδέν και το Είναι, δράση του πρωταγωνιστή, που κοινωνεί της αδικίας, ένεκα της κοσμικής ατέλειας και εξιλεώνεται με την εξάντλησή του, την τριβή στα διλήμματα του θεϊκού στερεώματος. Στην κορυφή ανευρίσκεται η Αισχυλική ανάμνηση-πρόκληση της αρχής- σύμφωνα με την οποία η θεϊκή δικαιοσύνη και τάξη είναι παγιωμένη και αδιασάλευτη και κάθε ανατροπή της τάξης αυτής επιφέρει την τιμωρία του παραβάτη. Στη βάση, η ατελής κτίση, που ταλανίζεται από αντιθέσεις σύμφυτες με την επίσης ατελή συγκρότηση της πολιτείας λόγω της ελλειμματικής πολιτικής σοφίας. Η σύγκρουση κορυφής και βάσης, θα αναδείξει την αρετή του Ήρωα που αναλαμβάνει το τραγικό καθήκον να ημερώσει το βλέμμα του θεού και τον συναγερμό στο νου του ανθρώπου με κόστος δυσβάστακτο όπως αυτό της απώλειας που τονίσαμε πιο πάνω.
Η δοκιμασία αυτή εντείνεται και οξύνεται, αναλογιζόμενοι την βίωση της απώλειας στην «τραγική» μορφή της, όπου αυτή λογίζεται ως κατάλυση της συνέχειας της ύπαρξής, ως κατάλυση του ροϊκού συνεχούς που καλείται χρόνος. Ο θάνατος του «εταίρου» ή άλλου οικείου αγαπημένου προσώπου, βιώνεται, εκλαμβάνεται άλλοτε ως νοητός ακρωτηριασμός του ίδιου του Ήρωα (Ηρακλής μαινόμενος) και άλλοτε ως συμβολικός ευνουχισμός (Ιάσωνας).
Ο Αχιλλέας θα επανέλθει στην προδιαγεγραμμένη πορεία του, με τον θάνατο του Πατρόκλου και με «οδηγό» τις Furies, θα διαπράξει Υβριν εξευτελίζοντας τον νεκρό Έκτορα, ο Αγαμέμνονας από την Ανάγκη, εξωθείται στην θυσία ενός αγαθού(απώλεια Ιφιγένειας) προστατεύοντας ένα άλλο ανώτερης αξίας και διαχρονικής ισχύος (αναχώρηση του στόλου), ο Προμηθέας τέλος, παραβαίνει την τάξη, γιατί πολύ τον άνθρωπο αγάπησε.
Η Ανάγκη όμως, ως στοιχείο της υπερδομής, που ωθεί τους Ήρωες στη διάπραξη Ύβρεως συμπίπτει με τις βουλητικές επιλογές τους, υποδηλώνοντας μία επιφανειακή ανακολουθία η οποία αίρεται με αναφορά στο αντίπαλο δέος της Ανάγκης, την Ελευθερία. Αυτή άρχεται από την αυγή της γνωστικής συνείδησης, μορφοποιείται με την έλλογη πράξη και εξικνείται στο εγχείρημα του Κυρίλωφ. Η τραγικότητα της ελευθερίας στον Ήρωα έγκειται στην απροσδιοριστία των ορίων της, και αυτών της δικαιοσύνης. Συμπορευόμενες οι δύο, καθορίζουν και το επίπεδο ευημερίας της κοινωνίας μέχρι το όριο των δυνατοτήτων της στα πλαίσια της κοσμικής περατότητας και της Ανάγκης.
Η σύγκρουση έρχεται αναπόφευκτα όταν η μία περιορίζει την άλλη στα ασύμπτωτα με το γίγνεσθαι όρια, όταν, μεταφορικά, έχουμε χωροκατακτητική διάθεση της μίας επί της άλλης. Ο Camus θα αποδώσει ορθώς την διένεξη αυτή, στα πλαίσια μίας οιονεί ετεροδικίας όπου η απόλυτη δικαιοσύνη αρνιέται την ελευθερία και η απόλυτη ελευθερία «χλευάζει» την πρώτη αλλά και οι δύο έχουν το προνόμιο της «ασυλίας». Ο Ήρωας θα ορίσει την ελευθερία του, στον πόλεμο ενάντια στο άδικο, και στη μάχη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Με αυτή την οπτική γωνία θα κατανοήσουμε την πορεία στον όλεθρο, του Αίαντα, όταν αδικημένος στον κλήρο για τα όπλα του Αχιλλέα, με «διαστρόφους φρένας» και «τυφλωμένος» από την Αθηνά, κατασφάζει τα κοπάδια και τους βοσκούς νομίζοντας πως εξολοθρεύει τους Ατρείδες. Επιστρέφοντας στη νηφάλια κατάσταση, και νοιώθοντας ατιμασμένος, θα αυτοκτονήσει. Πεθαίνοντας, πεθαίνει μαζί του και η ιδέα της αυτοθυσίας για τη στάση ζωής συνεπούς με τα ιδανικά, πεθαίνοντας, ανατέλλει το άστρο του Οδυσσέα, για την «αλητεία» του οποίου μίλησε ευμενώς ο Δάσκαλος, γιατί η λέξη αλήτης προέρχεται από το ρήμα αλάομαι, με πολυσήμαντη ερμηνεία μεν, αλλά στην κυριολεξία αποδίδεται με την έννοια αναζητώ, περιπλανιέμαι με αιτία, είτε θεωρίης είνεκεν ή ανθρώπων ιδώ άστεα και νόον γνώσομαι Ο αμφίσημος μονόλογος του Ομηρικού «Σαμουράι», επιτελεί την ανυποταγή στο πνεύμα των Θεών της εποχής.
Στους κλασικούς χρόνους, η δομή της πόλης-κράτους, με θεσμοθετημένη την κοινωνική οργάνωση στη φυσική και κοσμική πραγματικότητα, σφραγίζει ερμητικά τους Ήρωες στις αναπαραστάσεις των γλυπτών μνημείων. Η αντίληψη αυτή, δεν στηρίζεται στην αποστασιοποίηση των πολιτών από τις παραδόσεις, ούτε στην τυπική λατρεία των πρωταγωνιστών του «Ηρωικού Έπους», αντιθέτως, αποτελεί την δικαίωση των ανδραγαθημάτων των Ηρώων μέσα από την αφομοίωσή τους στην κοινωνική και πολιτική κονίστρα.
Η ενδοκοσμική αθανασία, δραπετεύει από τη μουσική και την απαγγελία και «ενσωματώνεται» στην ιερουργία του ζωγράφου και του γλύπτη. Όλες οι ευγενικές ιδέες, τα ιδανικά του Σπαρτιάτη ή Αθηναίου πολίτη, δεν είναι παρά η αντικειμενοποίηση στις τωρινές συνθήκες, του ήθους και του χαρακτήρα του Αχιλλέα, του Ηρακλή, του Θησέα του Οδυσσέα και του Αίαντα, με την ίδια αναλογία που ο Δίας, η Αθηνά, ο Ερμής και η Εστία, πλήρως εξανθρωπισμένοι, παρουσιάζονται στους λόγους και πράξεις των νομοθετών και των αρχόντων.
Η Ακρόπολη στην Αθήνα, ο βράχος αυτός της θεάς Αθηνάς «στεφανωμένος» με το ναό της Παλλάδας, αντικατοπτρίζει την κραταιά οντότητα της Πολιτείας που συνυφαίνει το ατομικό με το συλλογικό συμφέρον. Είναι ο ίδιος ο πολίτης ταυτόχρονα και ηγέτης της πόλης, που αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του μόνο σε συνάρτηση με τους θεσμούς που ο ίδιος δημιούργησε, αφομοίωσε, προστατεύει και τηρεί. Στους κλασικούς χρόνους, θρησκεία και πατριωτισμός, θρησκεία και κράτος, συμπλέουν σε μία αδιάρρηκτη σχέση χωρίς την βίαια επιβολή κανενός εκ των μερών. Στην κλασική πόλη-κράτος, η ίδια η πόλη είναι που λατρεύεται, το ίδιο και η ιστορία της. Γι’ αυτό και το να αμφισβητείς την επικρατούσα θρησκεία ισοδυναμούσε με την αμφισβήτηση της ίδιας της παραδεδεγμένης τάξεως της πολιτείας. Ο Άρειος Πάγος στην Αθήνα, έκπαλαι, ως θεσμός, είχε ως σκοπό να προασπίσει αυτό το «γίγνεσθαι» από τυχόν «αιρετικές» (ατομικές) πίστεις και τα «καινά δαιμόνια», όσο ο θεσμός της πόλης-κράτους ήταν κραταιός, παρέμεναν στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Κι οι Ήρωες ακολουθούν, στη συνείδηση των πολιτών, σε μία αρραγή ενότητα αίματος και καταγωγής, μόνο που τώρα η προσηγορία μεταβάλλεται προς τη φυσική τάξη και δοξάζονται οι νομοθέτες και οι σοφοί, που σφραγίζουν με τη σειρά τους την ελλαδική κοινοπολιτεία με αποκορύφωση το άλμα του Εμπεδοκλή στην Αίτνα,
Είναι, θα’ λεγα, το μυθικό αντίστοιχο της εθελούσιας απόφασης του Λυκούργου να εμπιστευθεί την αυτοεξορία του στο θάνατό του, προκειμένου ο όρκος των συμπολιτών του στην τήρηση των νόμων που τους άφηκε να περιβληθεί με ισχύ παντοτινή. (Homo Educandus)
ενώ οι ονειροβάτες των επών στηρίζουν και φωτίζουν τον ουράνιο θόλο. Ο Οδυσσέας, ο Νέστωρας, ο Αίαντας και οι άλλοι επώνυμοι ευκνήμιδες Αχαιοί θα κοσμούν στο εξής την συμπαντική αιγίδα, όπως η ασπίδα του Αχιλλέα κρατούσε επάνω της τους αστερισμούς των πλειάδων, της άρκτου, τον κυνηγό, το αλετροπόδι και τα βροχάστερα. Κι ο Απόλλωνας αποσύρεται στην Υπερβορεία αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα στην ελπίδα με τοέσεται ήμαρ.
Επίλογος
Στήριξα την ανάλυση και σύνθεση του Ελληνικού Ήρωα, με αποσπάσματα από τις διδαχές του Δάσκαλου.
Τα ίδια τα έργα του, προφορικά και γραπτά, περικλείουν, διαπνέονται θα έλεγα από το αρχαϊκό στοιχείο του εσθλού που προσδιορίζει την αποστολή, τις πράξεις και την έξοδό του. Δεν κρύβω, πως η συσχέτιση με τον Ήρωα γεννήθηκε από μία παρατήρηση του ίδιου στο Έξυπνον Ενύπνιον:
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Όμηρος αφήκε έξω από την Ιλιάδα τη διήγηση του θανάτου του Αχιλλέα…..
το πρωταρχικό για τον ποιητή δεν ήταν να διηγηθεί, πώς ο Αχιλλέας πεθαίνει, πώς τον νίκησε ο θάνατος…
είναι το πώς ο ίδιος ο ήρωας νικά τον εαυτό του, πώς υψώνεται ως του θανάτου την κατάφαση και κατανικά την ανάγκη του κακού
Αντίστοιχα στη Γκέμμα θα γράψει:
Την ώρα που θα ζήσει ο άνθρωπος την απόλυτα προσωπική βίωση του θανάτου του, μας λένε, θα είναι απόλυτα μόνος, και θα αφανίσει το σώμα του σε άφαντο τόπο.
Ο ίδιος στάθηκε πάντα στην κόψη του σπαθιού, ανθρώπινος στη συναναστροφή και θεϊκός στο αμφιθέατρο, ισορρόπησε τραγικά ανάμεσα στην Ελευθερία του Ταϋγέτου και στην Ανάγκη της Ακρόπολης, πάλεψε ενάντια στην παιδαγωγική αδικία εις βάρος της ελπίδας των νέων, μίλησε με γλώσσα καθαρή ενάντια στην αναγκαστική σιωπή, στο εκ προμελέτης ψεύδος, στο καιροσκοπικό πνεύμα.
Στον φίλο, ορμήνεψε:
-Όταν θα σε ρωτήσουν για μένα, να πεις ότι υπήρξα ανδρείος
και στους μαθητές του:
-Σταθείτε να πάρω τις ματιές σας.
Να πάρεις τις ματιές μας Δάσκαλε, αλλά να μας δώσεις αντίδωρο το φωτεινό σου γέλιο, όπως εκεί στη φωτογραφία, στεφανωμένος κι έφηβος ιδανικός, έργο του Πλάτωνα, και ποίημα του Καβάφη.-
«Όλα φαίνονται τόσο περίπλοκα, κι όμως όλα είναι τόσο απλά.
Αν είχα αποκτήσει τη σελήνη, αν ο έρωτας αρκούσε, όλα θα είχαν αλλάξει.
Αλλά που να σβήσω αυτή τη δίψα;... Τίποτε στον κόσμο αυτό
ούτε στον άλλο που να είναι στα μέτρα μου. Το αδύνατο.
Το αναζήτησα στα πέρατα του κόσμου, στα σύνορα του εαυτού μου»
A.Camus
Πηγή: http://www.liantinis.org/index.php